Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κάρπαθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κάρπαθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Τρία «σύγχρονα» παραδοσιακά τραγούδια μας...

  Όταν το 2012 ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, παρουσίασε για πρώτη φορά την εκπομπή του, το Αλάτι της Γης, στην ΕΡΤ, είχα γράψει εδώ στο ιστολόγιο μου: 

  "Το προτέρημα της είναι, ότι δεν αναστυλώνει την παράδοση από το παρελθόν για να μας την προσφέρει ως σωστή πρόταση, αλλά δέχεται ότι η παράδοση είναι ζωντανή, βίωμα αληθινό, ... Μία παράδοση η οποία συνεχίζεται, αφαιρεί τμήματα της, εμπλουτίζεται με νέα, ακολουθεί τον αργό δρόμο της εξέλιξης όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. 

Η παράδοση των Ελλήνων δεν είναι μουσειακό είδος αλλά κατάσταση δρώσα, ζωντανή, καθημερινή!"   δες εδώ

    Τα τελευταία χρόνια πολλοί καλλιτέχνες μας, κυρίως νέοι, όχι μόνο ανακαλύπτουν την παραδοσιακή μας μουσική, αλλά βρίσκουν το θάρρος, να επέμβουν σε αυτήν, με επιτυχία ομολογώ, προσπαθώντας να την φέρουν πιο κοντά στο σήμερα. 


  Κι όσοι γνωρίζουν τα σχετικά με το θέμα, το εγχείρημά τους δεν είναι εύκολο, μιας και ακόμη είναι ισχυρή η άποψη εκείνων που υποστηρίζουν, ότι δεν πρέπει, δεν δικαιούμαστε, να επεμβαίνουμε σε όσα μας παρέδωσαν οι πρόγονοι μας αλλά οφείλουμε να τα διατηρήσουμε και να τα παραδώσουμε, όπως τα παραλάβαμε στους επόμενους από εμάς. 

  Αυτός βέβαια είναι ένας μύθος, διότι όπως είναι γνωστό, ότι δεν εξελίσσεται, μένει στάσιμο και στο τέλος πεθαίνει. Άντε το πολύ πολύ να διατηρηθεί σαν μουσειακό είδος. Και η παραδοσιακή μας μουσική εξελίσσεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κρητική μουσική, όπου πριν κάμποσες δεκαετίες βασικό όργανο ήταν το βιολί και το μαντολίνο, ενώ σήμερα κυριαρχεί η λύρα και το λαούτο.

 Σήμερα θα σας παρουσιάσω τρία παραδείγματα παραδοσιακών τραγουδιών, επιτυχημένων κατά την άποψη μου, για τα οποία μπορώ να έχω λόγο, μιας και γνωρίζω τους τόπους "καταγωγής" των τραγουδιών. Τρία διασκευασμένα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας μας, με στίχο που ακόμα μπορεί να συνομιλεί με το σήμερα. 

  Πρώτο είναι, η Μηλιά, παραδοσιακό τραγούδι της Καρπάθου σε διασκευή και εκτέλεση Μάρθας Φριτζήλα. Ένα τραγούδι που φτάνει πίσω στον χρόνο, ως το Ύστερο Βυζάντιο. Παρουσιάζει την αντίθεση ενός νέου που νυχτοπερπατά πιθανόν για κάποια ερωτοδουλειά από την μια μεριά και από την άλλη, ενός άλλου νέου, αρχοντόπουλου και του Ρήγα* εγγόνι, το οποίο βρίσκεται θαμμένο, στον δρόμο του. Ζωή και θάνατος, το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα, μας βασανίζει στο τραγούδι αυτό:

*Βασιλιά


  Δεύτερο στη σειρά η Καρότσα, παραδοσιακό της Αλιστράτης Σερρών σε διασκευή και εκτέλεση του Δραμινού συγκροτήματος Pagan. Ένα τραγούδι που μας πάει πίσω, σε σκοτεινές εποχές, τότε που απήγαγαν από τα σπίτια τους τις νέες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα. Ένα τραγούδι που με τραγικό τρόπο είναι επίκαιρο ακόμη και σήμερα όπου το εμπόριο της γυναικείας σάρκας ανθεί.


  Και τρίτο στη σειρά ο Αφούσης, παραδοσιακό της Κάσου, σε διασκευή και εκτέλεση του συγκροτήματος Γκιντίκι. Ο Αφούσης πρέπει να ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα. Σαλεμένος από κάποιο τραγικό γεγονός στην οικογένεια αλλά πληγωμένος κι από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, ζούσε στο νησί χωρίς να πειράζει κανέναν. Ίσα ίσα που ήταν πολύ αγαπητός σε όλον τον κόσμο και στα γλέντια πάντα κάτεχε μια καλή θέση, διότι έλεγε ιστορίες ή μύθους και έφτιαχνε στίχους οι οποίοι προκαλούσαν την ευθυμία σε όλη την παρέα.





Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ της Εύρης Βαρίκα Μοσκόβη

 

Sta_Karpathika_tristrata
  Σήμερα η εγγραφή μου, είναι αφιερωμένη στο βιβλίο της Εύρης Βαρίκα - Μοσκόβη, Στα Καρπάθικα Τρίστρατα. Είναι μια συλλογή διηγημάτων ηθογραφικού κυρίως αλλά και λαογραφικού χαρακτήρα, που εκδόθηκε το 1958 στην Αθήνα, Αναφέρονται στο χωριό της καταγωγής της συγγραφέας, και χωριό μου, το Όθος της Καρπάθου. Ο τίτλος έχει συμβολικό χαρακτήρα, μιας κι όλες οι ιστορίες που παρουσιάζει, έρχονται σε εμάς με την μορφή κουρέττου (κουτσομπολιού) στα τρίστρατα των γειτονιών του χωριού.

  Ο χρόνος αναφοράς των διηγημάτων είναι ασαφής, μιας και δεν διακρίνεται κανένα ιστορικό στοιχείο, που θα μας βοηθούσε στη χρονολόγηση. Από τα συμφραζόμενα σε ορισμένα σημεία, πιθανόν να είναι η δεκαετία του 1910 -1920. Σίγουρα όμως η συγγραφέας έχει και δικά της μεταγενέστερα βιώματα, τα οποία ενσωματώνει μέσα στα κείμενά της.  Αυτό πιθανόν γίνεται σκόπιμα, διότι στα διηγήματά της ασκεί έντονη κοινωνική κριτική στα ζητήματα των σχέσεων, για το πως αυτές γίνονται δεκτές ή όχι, από την τότε κλειστή κοινωνία της Καρπάθου, αλλά και στιγματίζει αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.

  Γλώσσα γραφής είναι η Δημοτική, ενώ στους διαλόγους των κειμένων,  χρησιμοποιεί το Οθείτικο Καρπάθικο ιδίωμα, τόσο ζωντανά και εύστοχα, ώστε πολλές φορές στο μυαλό μου ταξίδευε στην παιδική μου ηλικία και ήταν σαν να άκουγα τους γεροντότερους του χωριού μου να μιλούν. (Για όσους είχαν ζήσει παλαιότερα στην Κάρπαθο, κάθε χωριό όσο κοντά κι αν ήταν με το άλλο, διέκρινες με άνεση τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις του καθενός.)  Στο τέλος του έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όπου αποδίδεται η μετάφραση των λέξεων στην νεοελληνική και ακολουθεί παράρτημα με τις χρησιμοποιούμενες παροιμίες, όπου δίδεται και η εννοιολογική τους εξήγηση (πολλές από αυτές της έχει δανειστεί από εργασία του σπουδαίου συντοπίτη μας, Μιχαήλ Μιχαηλίδη- Νουάρου).

  Η εικονογράφηση είναι του Γερ. Γρηγόρη και το βιβλίο τυπώθηκε το 1958 στο τυπογραφία της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ.

  Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και αναφέρεται στην αγωνία που ζούσε κάθε οικογένεια , η οποία είχε κάποιον δικό της στα ξένα και μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία με το ταχυδρομείο. Αν το γράμμα δεν ερχόταν αυτό προμήνυε κάποιο κακό για τον ξενιτεμένο άντρα του σπιτιού αλλά και στενοχώρια έως ένδεια για την γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι αναρωτιούνταν για την τύχη του αλλά και έμεναν δίχως οικονομικούς πόρους, μιας και δεν έρχονταν πια τα δολάρια ή οι χάρτινες λίρες, που έμπαιναν μέσα στον φάκελο, κρυμμένα ανάμεσα στα επιστολόχαρτα.

 Το δεύτερο διήγημα, Η ΚΟΥΛΛΟΥΡΑ, αναφέρεται στο μέγιστο των παραπτωμάτων ενός νέου της εποχής, να παντρευτεί κάποια κοπέλα από ξένο τόπο (ξενιτσά). Ξένος τόπος είναι κάθε τόπος εκτός του νησιού τους. Και ο ξενιτεμένος στο Μαρόκο γαμπρός εδώ, όχι μόνο φέρνει μαζί του μια ξένη αλλά και πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, ασχέτως αν είχε ελληνική καταγωγή. Ευτυχώς, που της πέρασε μόνο δαχτυλίδι αρραβώνα και όχι την Κουλλούρα, (τα στέφανα) κι έτσι μπόρεσαν να βρουν λύση σε αυτό το ατόπημα του νεαρού ξενιτεμένου. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλο εθεωρείτο το παράπτωμα του, θα σας μεταφέρω μία φράση από το κείμενο, από το οικογενειακό συμβούλιο που αναζητούσε τρόπους να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους:  

- Μιάλην εκολογιά* έχει, πολτούς συνζενείες**, τσαι θα πέσουν απάνω του να τα χαλάσου, είπε η Μαργαρώ. Εξανακούσθη μαθές πρωτογιός τσαι κανακάρης*** να πάρει ξενιτσά; 

* οικογένεια   **συγγενείς   *** αυτός που κληρονομεί όλη την πατρική περιουσία

Κι άλλη μία, όταν προξενεύουν στον γαμπρό μια χωριανή τους, που του αρμόζει και συγκρίνουν το βιος της μιας με της άλλης: 

- Τρεις προύτσες* επέρει παι(δ)ί μου. Αυτή θα κληρονομήσει τσαι τη κάλτα** της τη Φωτουλτσά, τσαι τον μπάρμπα της τον Αλέξη. Εξός*** τ' αμπελοχώραφα της, απούναιν α(γύ)ριστα! Όχι την ξενιτσά παι(δ)ί μου, που δεν έχει χώμα να θαφτεί.

* προίκες   **θεία   ***εκτός

  Το τρίτο διήγημα μιλά για ένα ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑ. Ήταν πολύ σύνηθες εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι να στέλνουν για θελήματα τους μικρότερους. Κι εδώ η μικρή πρωταγωνίστριά μας, έχει πάρει εντολή από τη γιαγιά της, η οποία είχε το χούι να μην ανέχεται να βλέπει κανέναν άπραγο. Μεγάλη Πέμπτη, μετά το σχόλασμα του σχολείου για τις γιορτές, της δίνει εντολή να πάρει ένα γεμάτο καλάθι με αυγά και να τα πάει στη γειτονιά του Αγίου Βλασίου, για να τα βάψουν.  -Σήμερα να γίνει η (δ)ουλειά, αύριο μόνο οι Εβραίοι τα βάφουν. Δυστυχώς όμως όλα πάνε στραβά και σίγουρα αυτό ήταν το Πάσχα, που θα την στοιχειώνει για πάντα.

  Στο διήγημα αυτό εκτός των άλλων, εντύπωση κάνει πόσο παράταιρο εθεωρείτο, να θέλει κάποια κοπέλα να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα: Επαλταρέψατε* πιο μωρή, διά(β)ασε διά(β)ασε. Μ' ε φταίει καένας μόνον ο αφέντης σας. Πού κούστη μαθές οι κόρες να μαθαίνουν τόσα γράμματα;

*Παλαβώσατε

Ger_Grigori  Το τέταρτο διήγημα έχει τίτλο Η ΞΕΜΑΒΛΙΣΤΡΑ (η ξελογιάστρα) και μας λέει για μια χήρα και την κόρη της, νιοφερμένες από την Αμερική, που παραβαίνουν όλους τους άγραφους κανόνες της εποχής, ξεμυαλίζοντας όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι γυναίκες του χωριού στέκονται απέναντί τους αλλά οι άντρες τους, αρέσκονται στο φέρσιμό τους.

Λένε για τη μάνα: Χήρα γυναίκα μαθές τσαι να φορεί τα μεταξωτά τσαι τα βελου(δ)ένα τσαι να (γ)υρίζει τα πανε(γ)ύρια τσαι τους χορούς;

Αυτά μέχρι που σκάει η είδηση, ότι ότι ο Γιώργης ο Αμερικάνος, ο πολυγροσάς (πλούσιος), ο γιος της Μαρούκλας, αρραβωνιάστηκε δίχως την άδεια της μάνας του, την κόρη της ξεμαβλίστρας. Η μάνα του κλαίει και οδύρεται και δίνει βαριές κατάρες στην υποψήφια συμπεθέρα της: -Τηχ χολή που ποτίστηκα σήμερο να μπτζει τσαι τσείνη σατ της φέρου α(δ)ικοσκοτωμένη τη λαχτάρα της.

Τελικά η ιστορία έχει αίσιο τέλος, καθώς η Μαρούκλα υποχωρεί στο φέρσιμο της ξεμαβλίστρας και της κόρης της και τις δέχεται με κάθε επισημότητα στο σπίτι της.  -Τροπιτσές* είναι Σοφίλλα μου. Εί(δ)ες μαθές νάρτουν οπροχτές, τσαι η μάνα τσαι η κόρη, να μου φιλού μαθές τα χέρια μου, τσαι να με παρακαλού η νύφφη μου με τα (δ)άκρυα στα μάτια να πάω στο γάμο...

* αυτές που έχουν καλούς τρόπους

 Το πέμπτο διήγημα ΤΟ ΞΕΝΑΚΙ, αναφέρεται σε έναν νέο δάσκαλο, από άλλο νησί της Δωδεκανήσου, ο οποίος υπηρετεί στο χωριό. Αν και ξένος εδώ δεν μπαίνει κανέναν εμπόδιο να παντρευτεί κάποια από τις κοπέλες του χωριού. Μάλιστα τα προξενιά από τις κανακαράες* του χωριού είναι συνεχή. Βλέπεις μια κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από άλλον τόπο, διότι αφού είχε και το σπίτι και κτηματική περιουσία, δεν υπήρχε φόβος να εγκαταλείψει το νησί και τους συγγενείς της.  

*πρωτοκόρη, η οποία κληρονομεί όλη την προερχόμενη περιουσία από την μάνα της (και το σπίτι).

  Το επόμενο διήγημα Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, αναφέρεται στον καημό των γυναικών, που έχουν μείνει μόνες στο χωριό, διότι ο άντρας του σπιτιού, λείπει στην ξενιτιά. Αυτό τις περιορίζει στις εξόδους και τις διασκεδάσεις του χωριού, διότι μία χήρα δεν ήταν πρέπον, να συνοδεύει την ελεύθερη κόρη της, ειδικά στις διασκεδάσεις των Απόκριων. Μετά από αναμονή και στενοχώρια ετών, εκείνη τη χρονιά, επιτέλους επιστρέφει ο ξενιτεμένος γιός τους από την Αμερική, φέρνοντας και μια πλούσια προίκα για την αδελφή του, για να γιορτάσει με τους συγχωριανούς του τις Απόκριες, που τόσο είχε νοσταλγήσει στα ξένα. Ευτυχισμένοι συμμετέχουν στα ιδιαίτερα έθιμα των Απόκριων του Όθους καθώς  πλέον δεν είναι μακριά κι ο χρόνος, που τα δύο αδέλφια, θα γλεντήσουν και στις δικές τους χαρές. ( όπου χαρές, εννοείται ο γάμος τους)

  Το έβδομο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, καλύτερα αφήγηση, αναφέρεται στα αυστηρά έθιμα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων, στις ετοιμασίες που γίνονται στο σπίτι (ασπρίσματα, γενική καθαριότητα, στόλισμα) και το εδεσματολόγιο της γιορτής των Χριστουγέννων.

Ger_Grigori
  Το τελευταίο διήγημα ΤΑ ΣΥΒΒΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ  ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΑΣ, παρουσιάζει την καλή τύχη της όμορφης μα ορφανής και φτωχής Φραγκουλιάς, να αρραβωνιαστεί εξ αποστάσεως τον ζάμπλουτο Αμερικάνο (με καταγωγή από τη Ρόδο) και όλοι να την ζηλεύουν αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είχε αποσιωπηθεί το παραστράτημά της: -Δετ τα ξαίρεις μαθές διέκοψεν η Καλίσσα του Σταμάτη. Τσαι που τις έχομε τις φρόνιμες κόρες τι καλόν εί(δ)αμε; "Οι ακαμάτρες τσ' οι λωλλές έχου(ν) τις μοίρες τις καλές." Μ' ά(φ)εις ιά να (δ)ούμε αν θα την επάρει καλότυχη, αν υπά(σι) στ΄ αυτιά τ' αθθρώπου τα κα(μ)ώματά της, απού λέουσι μαθές πως κρα(τ)εί τα ραβασάτσατης * ο Εργαράς** του Πολυχρόνη του Ελυμπίτη. Ο Θεός να με συγχωρέσει (δ)έ τά(δ)α με τα μάδια μου, λέει τα ο κόσμος....

 * το ραβασάκι της    **Γιώργος (με περιπαικτική διάθεση)

Τα κουτσομπολιά όμως είχαν βάση. Η Φραγκουλιά πράγματι έτρεφε εδώ κι ένα χρόνο αισθήματα για τον  Γιώργη, ο οποίος ήταν όμορφος, γερός και δουλευταράς.  Τραγουδιστής και πρωτοχορευτής, όπου κανένας δεν τον παράβγαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε στο προξενιό, που έγινε διαμέσου του ξενιτεμένου θείου της, που γνώριζε καλά τον γαμπρό. Στο τέλος η Φραγκουλιά, ζυγίζοντας τη φτώχια της, το μέλλον όχι μόνο το δικό της αλλά και της μικρότερης αδελφής της αλλά και του ακαμάτη αδελφού της, είπε το ναι. Καθοριστική ήταν και η συμβουλή της θείας της της Ερνιάς, που ήταν ο σύνδεσμος της με τον αγαπημένο της Γιώργη: 

-(Δ)ε βαριέσαι κόρη μου. Ούλες ε(γ)απούσαμε στα νιάτα μας, μα (δ)ε τους επήραμε. Εξαννοίξαμε το σύφφερό* μας. Εσού να ξαννοίξεις να σωθείς να σώσεις τσαι το σπίτι σου. Εγώ ξαίρεις πώς σ' α(γ)απώ τσαι θέλω το καλό σου."

*συμφέρον

Τα πλούσια δώρα έφτασαν από την Αμερική και εκείνη ετοιμαζόταν πλέον να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να πάει να παντρευτεί στην Αμερική.

Ο Γιώργης έχοντας χάσει τη μάχη, σε μια τελευταία πράξη, αποχαιρετά την αγαπημένη του, κάνοντας της μια καντάδα με  με πειρακτικά δίστιχα. Εκείνη μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα πορτοπαράθυρα, κλαίει με λυγμούς. Τελικά εγκαταλείπει τον τόπο της, με δάκρυα στα μάτια, μη γνωρίζοντας κανείς, αν αυτά ήταν από την χαρά για την ευτυχία της ή δάκρυα πόνου, για τα δυο γλυκά μάτια που άφηνε για πάντα πίσω στο νησί.

      Και μόνο για το βιβλίο της ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ και όσα ανέφερα παραπάνω αλλά και όσα μας παρουσιάζει ο Μανόλης Δημελλάς στην έρευνα του στα Καρπαθιακά Νέα ( δείτε εδώ...  ), θεωρώ ότι οι Οθείτες, οφείλουν να τιμήσουν τη σπουδαία και πρωτοπόρα για την εποχή της, συμπατριώτισσα μας. Μια οφειλόμενη τιμή, σε μία γυναίκα που αγάπησε το χωριό μας, μας αφιέρωσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο πια για τον παρελθόν μας, ανέδειξε τα αναχρονιστικά ήθη τα οποία πριν λίγα μόλις χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας. Μια άξια Καρπαθιά της διασποράς.

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΜΑΥΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ(1985)

  Αυτό είναι το τελευταίο  κείμενο αυτής της σειράς, αναμνήσεων, σαν από ημερολόγιο από τη δεκαετία του 80. Έχει φύγει πια το καλοκαίρι και βρισκόμαστε στη αρχή του φθινοπώρου. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό αποτυπώνεται πια, με πολύ σαφήνεια.

  Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Αποχαιρετισμοί περαστικών φίλων,
με μόνο κοινό σημείο θύμησης τις στιγμές στη θάλασσα και τη μοναχική πια αυλή της απόμερης εκκλησίας. Το πλοίο κάθε πέντε μέρες, που φέυγοντας άφηνε πίσω του την αίσθηση της επικείμενης χειμωνιάτικης μοναξιάς. Παράξενη μα γνωστή λύπη, ζωγραφισμένη στα άλλοτε ζωντανά πρόσωπά μας. Απολογισμός προηγούμενων καταστάσεων χωρίς συμπέρασμα. Πλησίασμα στην καθημερινή μετριότητα...

  Επαναφορά στον αργό ρυθμό ζωής, φόβος μήπως περισσέψουν κάποιες ώρες. Ρυθμός αργός στη δουλειά, στον βηματισμό, στις σκέψεις, στα όνειρα. Σωματική και ψυχική προσαρμογή στα προσωπικά χειμερινά δεδομένα.

  Μάτια που ψάχνουν άδικα το πρόσωπο, που μας έκανε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι. Ήχοι σιγανοί, ανεπαίσθητοι, ανίκανοι να διαταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα σε αντίθεση με μυρωδιές χαρούμενες, γνήσιες. Γεύσεις απαλλαγμένες από την αλμύρα της θάλασσας. Σώμα ελεύθερο να ξαναβρεί τον χαμένο "ζωτικό του χώρο".

  Ίδια δρομολόγια με διαφορετική διαδρομή. Διαδρομή ολιγάνθρωπη. βουβή, με στάνταρ προορισμό. Παραλίες τις οποίες απολαμβάνουν μόνο λίγοι ξένοι τουρίστες.

  Πρωινά ξυπνήματα από το καφενείο, λύτρωση η δουλειά, ατέλειωτο απόγευμα. Πρωινά γεμάτα, έστω και με την αναμονή του ταχυδρόμου. Απογεύματα άδεια κι από αυτές τις "νεκρές σκέψεις".

  Μοναδικός χώρος διασκέδασης η νύχτα.  Στο καφενείο, την ταβέρνα, τη τηλεόραση. Παρέες ζαλισμένες από το συνεχές μέτρημα της τράπουλας. Μάχη για την καλύτερη ζαριά. Καβγάς, τεχνητή φασαρία, η ησυχία την ώρα των δυσνόητων ειδήσεων. Καφετζήδες αεικίνητοι ή αργόθυμοι. Τραπεζομάντηλο νάιλον, χοιρινό σουβλάκι, γέλιο, μπύρα ή ουίσκι, σοβαρή ή αναίτεια συζήτηση, ραντεβού για την επομένη δίχως λόγια. Στην τηλεόραση κάποια βιντεοκασέτα, τοστ και πορτοκαλάδα, καρέκλες στη σειρά, θαυμασμός, όλα ψεύτικα μα και αληθινά.

  Απόγευμα Κυριακής. Ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, Προ-πό, ομαδάρα, ημίχρονο, προβλέψεις. Το βράδυ επανάληψη, στην τηλεόραση αυτή τη φορά. Νεολαία που ψάχνει το ήρωα της βράδυ Τετάρτης, στο Κύπελο Ευρώπης, ελπίδες, πρώτη θέση, όρθιοι, τηλεόραση και μπάλλα βασίλισσες. Πικρή απογοήτευση.

  Ο δρόμος που οδηγεί στην πόλη. Βόλτα στον παραλιακό, καφετέρια, πίτσα, προβλήματα, κορεσμός, αίσθηση ανικανοποίητου, επιστροφή στο χωριό με τα σβηστά φώτα.

  Προσμονή κάποιου πανηγυριού, γλεντιού ή έστω τυχαίας συνάντησης, το Σάββατο βράδυ ή κάποια άλλη μέρα. Επαφή!... Αλλά μόνο αδιέξοδος υπάρχει.

  Υπομονή...

Οκτώβρης 1985


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από ένα περιστασιακό, καλοκαιρινό σημείο συνάντησης της νεολαίας, ελλείψει άλλου χώρου...
  
 Το χαμένο στην ησυχία του χειμώνα εκκλησάκι της Παναγίας, ζωντανό
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.
Παναγία - Όθος Καρπάθου

   Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.

  Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.

  Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.

  Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.

  Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας,  έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.

  Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...

Αύγουστος 1985



Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από μια καλοκαιρινή νύχτα με πάρτι και ότι άλλο ήθελε προκύψει...

 Περιμένω καθισμένος στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, δίπλα στο τοστάδικο του κολλητού μου. Πάρτι γίνεται απόψε στην μικρή μας κωμόπολη, θα πάμε, όλη η παρέα.

  Για να περάσει η ώρα παρακολουθώ αυτούς, που κάνουν την καθιερωμένη βραδινή τους βόλτα προς το λιμάνι. Μια παρέα δύο τριών κοριτσιών, δεκαπέντε δεκάξι χρόνων, η μια σπρώχνει την άλλη, το γέλιο της μιας χάνεται στις αποδοκιμασίες της άλλης. Μια άλλη, μεγάλη ομάδα από τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, στην ηλικία μας, έχει πλοίο απόψε, θα ταξιδέψουν προς κάποιον άλλο προορισμό. Ένα νέο ζευγάρι με καμάρι σπρώχνουν το καροτσάκι με το μωρό τους. Ένας άντρας μονάχος με βήμα αργό, χαμένος στις σκέψεις του. Ένας πατέρας, σημαίνων πρόσωπο του νησιού, κρατά σφιχτά απ' το χέρι την κορούλα του. Οι μηχανόβιοι του νησιού προς στιγμή διαταράσσουν την ησυχία της  στιγμής. Το δίπλα  εστιατόριο με τους αεικίνητους σερβιτόρους, που διασχίζουν ξανά και ξανά το δρόμο, για να σερβίρουν τους ξένους, όλοι μεσόκοπα ζευγάρια. Η θάλασσα μπροστά μου αντανακλά το φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων προς τις γεμάτες δίχτυα βάρκες. Η ντίσκο μουσική της παρακάτω καφετέριας, μπερδεύεται με τα λαϊκά του εστιατορίου.

  Η δική μου παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, έχει ώρα, να ξεκινήσουμε από το σπίτι του Γιώργου, εδώ δίπλα είναι, δεν πειράζει κι αν πάμε λίγο αργά στο πάρτι. Στο πάρτι, το ετήσιο, θεσμός πια, το μέγα γεγονός του καλοκαιριού, το κάνει όλη η νεολαία της μικρής πόλης, θα 'ναι κόσμος απ' όλα τα χωριά, μουσική, ότι πιο καινούριο κυκλοφορεί. 

  Βολευτείτε όπως μπορείτε, άλλοι στον καναπέ, δύο δύο στις πολυθρόνες, ακόμη και στη σκάλα. Κεφάτοι να πάμε, "σατς" το λένε το νέο παιχνίδι, που σκαρφιζόμαστε εκείνη την ώρα, όλοι πίνουν ότι βρίσκεται εύκαιρο, πρώτα από κονιάκ τριών αστέρων, τελειώνει, σειρά έχει το πεντάρι, προσοχή, όλοι πίνουν υποχρεωτικά, το ποτό τελειώνει, να τραγουδήσουμε τώρα, γρήγορα την κιθάρα και το μπουζούκι, η Σοφία τραγουδάει υπέροχα, όλοι σιγοντάρουμε, ένα παλιό τετράδιο με τους στίχους βοηθάει. Τραγούδια παλιά, αγαπημένα όμως, δικά μας, που μας αγγίζουν, τραγούδια που η ανερχόμενη γενιά αγνοεί ακόμη. Η ώρα πέρασε, το κέφι στα ύψη, ένας αποχαιρετιστήριος μαξιλαροπόλεμος, "σιγά, ρε παιδιά!"

  Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα, η μουσική όλο και δυναμώνει, η αίθουσα γεμάτη, πιο γεμάτη η πίστα, ο D.J. από ψηλά κατευθύνει, θέσεις δεν υπάρχουν, γρήγορα όλοι στην πίστα, έχει το τραγούδι μας. Ο ρυθμός συντονίζει τα πόδια μας, απελευθερώνει τα χέρια μας, το αίμα μας κτυπά άτακτα, ο ιδρώτας κυλάει ποτίζοντας τα ρούχα μας. Να ξεκουραστούμε λίγο, έχει διαγωνισμό break dance, στη μέση αυτοί, εμείς γύρω γύρω βλέπουμε, κρίνουμε εκ του ασφαλούς, χαμογελάμε με συγκατάβαση ή χειροκροτούμε με ενθουσιασμό.

Image by Bruno /Germany from Pixabay
  Ώρα να φύγουμε, δεν θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας, είναι νωρίς ακόμη, Αύγουστος, ποιος χρειάζεται τον ύπνο; 

"Στη θάλασσα για νυχτερινό μπάνιο"...καλή ιδέα. 

"Να το οργανώσουμε." 

"Εσύ φέρε πετσέτες." 

"Με τα πόδια σιγά σιγά θα φτάσουμε." 

"Ποιος βιάζεται;" 

"Ναι, στην ίδια παραλία που ήμαστε και την ημέρα." 

  Η νύχτα αφέγγαρη, κατεβαίνουμε αργά τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρομάκι, τα παπούτσια μας γλιστρούν στην άμμο. Τώρα κρέμονται από τα χέρια μας, πατάμε την παραλία, η άμμος ψυχρή, λεπτόκοκκη, κολλάει στις πατούσες μας. Οι πετσέτες στη σειρά, τα ρούχα στον βράχο επάνω, καθενός χωριστά, μην μπερδευτούνε. Ποιος θα μπει πρώτος, μια απόφαση είναι, ο πρώτος παφλασμός ακούγεται, ακολουθούμε και οι υπόλοιποι. Η θάλασσα ακίνητη, μυστήρια, αόρατη, σκοτεινή, σε παίρνει βαθιά μέσα της. Η παραλία χάνεται, για λίγο είσαι στο πουθενά, κανένας δεν μιλά, μας έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν να επιπλέουμε μέσα στην μήτρα της μητέρας γης μας. Νιώθουμε ζεστασιά μα και φόβο μέσα στην απέραντη αυτή υγρή μάζα, την οποία νιώθουμε αλλά δεν βλέπουμε, σε αυτή τη θάλασσα που την ημέρα μας είναι τόσο οικεία, γευόμαστε την κάθε γωνία της, νομίζαμε οι αφελείς ότι την ξέραμε. Κάποιος σπάει τη σιωπή, και δεύτερος, σε λίγο όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε, άλλοι φωναχτά κι άλλοι σιγανά, μόνο για την διπλανή του ότι πει.

  Οι πετσέτες σηκώνονται επάνω, τυλίγονται γύρω από τα υγρά, γυμνά κορμιά, απορροφούν τις αλμυρές σταγόνες, μας προστατεύουν από τη δροσερή αύρα της θάλασσας. Μαζευόμαστε γύρω γύρω, τα σώματα μας αποκτούν μια παράξενη, υπερκόσμια λάμψη καθώς αχνοφωτίζονται απ' το ελάχιστο φως των αστεριών.

  Για λίγο επικρατεί και πάλι σιωπή, η θάλασσα μόλις που ακούγεται καθώς σβήνει στην ακτή, απέναντι, στο βάθος, το φως του φάρου, που αναβοσβήνει πάντα στην ίδια τη συχνότητα, τα φώτα της κωμόπολης μας, που κι αυτή φαντάζει νεκρή.

"Στης Μαρίας να πάμε!"

"Να φάμε κάτι."

"Μα οι γονείς μου κοιμούνται..."

"Δεν πειράζει, εσύ θα κοιμάσαι, εμείς καντάδα θα σου κάνουμε", η Μαρία πείθεται. Σε λίγο ανεβαίνουμε αργά αργά προς το σπίτι της, στο δρόμο σιγοτραγουδάμε "Το Μινόρε της Αυγής", το ίδιο τραγούδι λέμε και μέσα στην σκουροπράσινη αυλή, σε λάθος παράθυρο όμως, ένα φως ανάβει, "εντάξει παιδιά, αρκετά", εμείς συνεχίσουμε, η τελική επιβράβευση, σύκα και καρύδια, που σπάνε τρίζοντας στον πάτο.

  Ο δρόμος έρημος, η παρέα σπάει, πάλι στο σπίτι του Γιώργου, όσοι μείναμε, ως να ξημερώσει, καφές, ψίθυροι, κούραση.

  Κάθομαι στο μπαλκόνι, πάνω απ' την προκυμαία, ο ήλιος σηκώνεται πια, αργά αργά, σκορπώντας παντού χρώματα απαλά, διάφανα, ζεστά στη θάλασσα, που η επιφάνεια της αρχίζει ν' αστράφτει και πάλι στα μάτια μου.

  Η νύχτα τελείωσε. Ήδη οι βάρκες ανοίγονται στο πέλαγος για να μαζέψουν τα δίχτυα.

Δεκέμβριος 1985

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ένα καλοκαίρι kitsch

   Το παρακάτω κείμενο το έγραψα τον Γενάρη 1985, στο Καστελόριζο, όπου βρισκόμουν ως δάσκαλος. Είχα εμπνευστεί από ένα αφιέρωμα του περιοδικού ΑΝΤΙ, προσκείμενο στην Ανανεωτική Αριστερά της εποχής. Μιλούσε για το kitsch στη ζωή μας.  Το δικό μου κείμενο αναφέρεται σε ότι ζούσα εγώ τότε ως νεαρός, τα καλοκαίρια στο νησί μου. Δημοσιεύτηκε ως επιστολή στο περιοδικό τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και τον ίδιο μήνα, τμήμα του αναδημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ. 
   Ο όρος κιτς (γερμανικάKitsch), χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου. Από τη Βικιπαίδια

  Μέσα σε μια χώρα, που στο κάθε της βήμα το Kitsch κυριαρχεί,
ανακάλυψα και το καλοκαίρι kitsch. (Αλήθεια, τώρα αναθεματίζω το ΑΝΤΙ, πολλά γεγονότα, ίσως όλη μας η ζωή νάναι ένα kitsch)


Kitsch καλοκαίρι με: 

  Πάρτι δυτικού τύπου που καταλήγουν σε Γλυκερία η παραδοσιακά πανηγύρια με κατάληξη τα "παπάκια". Γιορτή του εξοχικού Αγίου, λειτουργία, άρτος, ύψωση της εικόνας, φαγητό, ασπασμός της εικόνας, το άσπρο παντελόνι που λερώθηκε από το κρασί. Το τοπικό καλοκαιριάτικο τουρνουά ποδοσφαίρου με τις τουαλέτες των αδιάφορων "δεσποινίδων" και την απορία: "γιατί δεν την πιάνει με τα χέρια;". Η βόλτα στην ξαφνικά ζωντανή κωμόπολή μας, ο φραπέ στην καφετέρια, απ' εδώ τα αγόρια κει απ' εκεί τα κορίτσια. Η θέληση για διασκέδαση και η στυφή αυριανή γεύση απογοήτευσης. 

  Η κάθε παραλία, η κασέτα των DOORS στο μαγνητόφωνο, το Αμερικανάκι που πετάει το φρίσμπι και το καμάκι που παίζει ρακέτες. Γύρω μου χιλιάδες άνθρωποι γελούν, τρέχουν, αγχώνονται, σκέπτονται κι εγώ με το γουόκμαν μόνος μου τους διώχνω. Δεν κάθομαι και στον ήλιο. Η παλιά συμμαθητική παρέα με τις χίλες αναμνήσεις και το συνεχές ξεμάκρεμα. Η νέα φοιτητριούλα, που διηγείται τις τόσες καινούριες εμπειρίες της για ώρες κι ας είναι ακόμη στην αρχή. Η αθλητική τσάντα που ανοίγει και βγάζει έξω αντηλιακό, ρακέτες, μπαλάκι, πετσέτα, γυαλιά ηλίου, τσιγάρα, φωτιά, γουόκμαν, εφημερίδα, τις κασέτες του John Lennon και του Νταλάρα, το βιβλίο του Μάρκες: "Η αθώα Ερέντιρα", χτένα. Τα γυαλιά που εστιάζουν στο κορίτσι απέναντι που φοβάται να βρέξει τα μαλλιά του στη θάλασσα. Το μπουκάλι της COCA COLA, που το παιδάκι το γεμίζει θάλασσα και πάλι από την αρχή, αφού το αδειάσει. Το άγχος των εξετάσεων του Σεπτέμβρη. Το μαύρισμα με αντηλιακό ή όχι. Τα άγνωστα πρόσωπα που θα μάθουμε ποια είναι. Ο κρυφός πόθος για το "παιδί" που δεν χορταίνει τη θάλασσα. Ο απόηχος των πρόσφατων εκλογών και η ένταση της φωνής. Οι παρέες που κατευθύνονται για δροσιστικό και τσιγάρο. Στο βάθος το λιμάνι, που το βράδυ μας διώχνει με την απαίσια μυρωδιά του. 

  Το πάρτι του κολλητού προς τιμή της αγαπημένης του. Από νωρίς ετοιμασίες, τα ποτά, η μουσική, τα φωτορυθμικά, προβλέψεις για ποιες "γκόμενες" θα ρθουν. Νωρίς το βράδυ αγωνία για την επιτυχία. Στις 10 φίσκα από κόσμο. Ο D.J. ιδρώνει να βρει τραγούδι κατάλληλο για να συγκινήσει το κορίτσι, που έχει βάλει στο μάτι, ενώ δεκάδες ψωνισμένοι του ζητάνε από "μπλουζ" ως την κασέτα Νο2 της ντισκοτέκ Strombolli, του Ηρακλείου. Τελικά καταλήγει στο Relax. Τα κορίτσια του χωριού στην άκρη μαζεμένα, ψιλή κουβέντα και ερωτηματικά για το ποιος θα τις φλερτάρει. Τ' αγόρια σνομπάρουν. Οι Αμερικανίδες ευδιάθετες, χωρίς αναστολές προτιμιούνται. Στις 12 θα μείνουν μόνο αυτές που δεν το παίζουν νύφες. Κάπου όμως βρίσκω τον εαυτό μου ανικανοποίητο κι από αυτό το βράδυ, που το περίμενα τόσες μέρες. Στο τέλος πιάνω το πικάπ και τις κασέτες μου. Κλείνουν τα φώτα, φεύγω.

  Αφιερώνεται στο ΑΝΤΙ, που με βοήθησε να δω τον κόσμο με τη ματιά του  άσχημου. Πίστεψέ με. Έστω και χωρίς τελικό αποτέλεσμα ικανοποίησης, το kitsch είναι η ζωή μου. 
  Mια διαφορετική αίσθηση του kitsch, από Κάρπαθο αυτή τη φορά...

Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Ο σκίνος

  Η άνοιξη είναι εδώ, ότι πισωγυρίσματα και να κάνει ο καιρός, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Και μαζί με την άνοιξη, το μυαλό κάνει τα δικά του παιχνίδια. Τα παιχνίδια αυτά ήταν η αιτία, που το ιστολόγιο μου, από την αρχή το ονόμασα: Του Μυαλού τα Γυρίσματα. Ήθελα να είμαι δεκτικός σε κάθε τι, το οποίο μπορεί να παίξει με αυτό. Κι αυτή τη φορά, οι πρώτες ανοιξιάτικες ζέστες στο μυαλό μου έφεραν τον σχίνο

  Ο σχίνος (αλλιώς σκίνος) είναι ένας αυτοφυής θάμνος, που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο, κοντά στη θάλασσα. Ένα είδος σχίνου, είναι και τα μαστιχόδεντρα της Χίου, αλλά δεν θα αναφερθώ σε αυτά. Ανθεκτικό φυτό, στην ανομβρία, τους ανέμους, τα μασήματα των ζώων που το βρίσκουν πολύ εύγευστο αλλά και σε κάθε είδους κλάδεμα από τον άνθρωπο. Ακόμα κι από τις πυρκαγιές γλιτώνει μιας κι ο κορμός του ξαναβλασταίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Από τον σκληρό κορμό του παλιά έφτιαχναν ξύλινα αντικείμενα, όπως γκλίτσες ή άλλα γεωργικά εργαλεία. Κάποιοι τρώνε και τον καρπό του, δεν έχω δοκιμάσει, δεν ξέρω αν είναι νόστιμος ή όχι.

  Διαβάζοντας το ποίημα του Ελύτη, "Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη" (παραθέτω απόσπασμα), βλέπουμε ότι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της άνοιξης, που εντοπίζει ο μεγάλος ποιητής, είναι το πίκρισμα του σκίνου. Κάτι παραπάνω σίγουρα ήξερε αυτός, το οποίο με παρηγορεί, διότι φαίνεται ότι η ανοιξιάτικη επιφοίτησή μου, δεν είναι και τόσο άσχετη, όπως αρχικά πίστεψα.

 Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

      Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
      Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι
      Με τσιγγάνες που άρπαζε
      Σαν
      Χαρταετούς
      Ψηλά
      Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους

Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
....................................
                      
Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
....................................

  
skinos

  Δεν είναι υπερβολή αν έλεγα ότι αυτός ο ταπεινός θάμνος, ο σχίνος,  είναι συνδεδεμένος με την παιδική μου ηλικία. Και επιπλέον μου υπενθυμίζει πόσο διαφορετικός ήταν ο τρόπος που μεγαλώναμε εμείς τότε, εκεί στην μακρινή δεκαετία του 70'. 


  Για παράδειγμα θυμάμαι στην περιοχή των Στων, στο δρόμο δίπλα στο μέγαρο του Αγίου Παντελεήμονα, όπου ένας τεράστιος σκίνος εφαπτόταν στο τοιχίο που συγκρατούσε το δρόμο από τον αμπελώνα που βρισκόταν από κάτω του. Κι εμείς, πιτσιρικάδες τότε, βουτάγαμε σε αυτόν, οι περισσότεροι με την πλάτη, κάποιοι τολμηρότεροι με το κεφάλι, σαν να ήταν η θάλασσα μπροστά μας. Κι εκείνος με τα δυνατά, ελαστικά κλαδιά και τα πυκνά του φυλλώματα, μας "έπιανε", δεν μας άφηνε να καρφωθούμε στην ροζιασμένη του ρίζα ή το χώμα, αλλά κλαδί το κλαδί, μας κουτρουβαλούσε και μας απίθωνε απαλά στο έδαφος δίπλα του. Λίγες γρατσουνιές κερδίζαμε αναπόφευκτα, παράσημά της "γενναιότητάς" μας, πάντα καλοκαίρι γίνονταν αυτά, όπου τα πόδια και τα χέρια μας ήταν ολημερίς εκτεθειμένα στον ήλιο και τον μπονέντη.
  
  Λέγανε στο χωριό μου, ότι στου σκίνου τη ρίζα του έβρισκες το καλύτερο χώμα για γλάστρες και παρτέρια. Αυτό μάλλον ήξερε και ο δάσκαλος μας και κάθε φθινόπωρο, πριν ακόμη τα πρωτοβρόχια, συγκροτούσε μια ομάδα μαθητών από τις μεγάλες τάξεις και την έστελνε για να φέρουν δυο τρία τσουβάλια σκινόχωμα για τα παρτέρια του σχολείου. Ήταν μια αγγαρεία βέβαια, την οποία την κάναμε μόνοι μας δίχως τη βοήθεια ή την επίβλεψη κανενός, την οποία όπως θυμάμαι, οι περισσότεροι μαθητές την αντιμετωπίζαμε με χαρά διότι έτσι θα είχαμε την ευκαιρία ενός απογεύματος απουσίας από το χωριό και μια καλή δικαιολογία για να αμελήσουμε τα μαθήματα της επομένης. Δεν ήταν βέβαια και καμιά δύσκολη δουλειά, τσουβάλια και τσάπες όλοι είχαμε στα σπίτια μας, αυτό που μας προβλημάτιζε ήταν το κουβάλημα. Αλλά και σ' αυτό βρίσκαμε λύση, μιας και κάποιοι συμμαθητές μου, ήδη  κουμάνταραν τον γάιδαρο της οικογένειας τους, δηλαδή ήξεραν όχι μόνο να τον καβαλάνε αλλά και να τον φορτώνουν με όλη την ασφάλεια, που απαιτούσε το εγχείρημα.
 
panagia_Ginatou
Παναγία Γυνατού με την Κούφη
(από την φεϊσμπουκική ομάδα: Othos
Αναγνώρισε τα πρόσωπα.)

Μα και όταν μεγαλώσαμε, μαθητές του Γυμνασίου πια, την εσπέρα του
πανηγυριού της Παναγίας της  Γυνατούς, στις 7 Σεπτεμβρίου, οι σκίνοι ήταν το κατάλυμα για να κοιμηθούμε αφού και η τελευταία δοξαριά της λύρας σώπαινε. Οι τόποι όπου θα πλάγιαζε ο κόσμος ήταν ήδη κατανεμημένοι. Μέσα στο ξωκλήσι οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, στην Κούφη (ένα ορθογώνιο, μονόχωρο κτίσμα) οι άντρες κι εμείς οι νεότεροι βρίσκαμε ασφαλές καταφύγιο μέσα στους σκίνους. Λίγο εσωτερικό κλάδεμα των ψιλών κλαδιών που εμπόδιζαν την είσοδό μας, άνοιγε τον χώρο και το φυτό μας πρόσφερε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μέσα σε κάποιο υπέροχο και ασφαλές καλοκαιρινό κατάλυμα, που αν είχαμε τυχερό, μέσα από το φύλλα του αχνοφαινόταν το φεγγάρι. Το πρωί, μετά τον ελάχιστο ύπνο, αρκετό όμως για τα νιάτα μας, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, 
περίπου μιάμιση ώρα ποδαρόδρομου, κατά μήκος της Χόμαλης. Ξεκουραζόμαστε λίγο και το βράδυ συνεχίζαμε το νεανικό μας γλέντι στη γειτονική Βωλάδα, όπου γιόρταζε η Παναγία η Πλαγιά.

 Ωραία χρόνια θα πει κάποιος!
 Δεν ξέρω!
 Μάλλον διαφορετικά!
 Βουτιές και ύπνος στους σκίνους, σκινόχωμα για τα παρτέρια...     
Ποιος καταλαβαίνει πια από τέτοια; 
 Ποιος νιώθει την αλλοτινή χαρά μας, 
 στο σήμερα;

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Θύμησες απ' το Μεσοχώρι.

 

Karpathos
  Καθώς περνούσε το Αγοραίον(1) από τον στενό, όλο στροφές χωματόδρομο, σήκωνε
την σκόνη πίσω του κι αυτή σκέπαζε τα ταλαίπωρα, 
διψασμένα από μήνες ανομβρίας πεύκα, που είχαν φυτρώσει και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Ήταν ο μοναδικός δρόμος ως τη δεκαετία του 70' που ένωνε τα κάτω χωριά του νησιού με το Μεσοχώρι και τα Σπόα. Έργο των χρόνων της Ιταλοκρατίας, που τον συντηρούσαν οι ακούραστοι στρατίνοι (2). Ο δρόμος ξεκινούσε από την πρωτεύουσα του νησιού, διέσχιζε όλα τα χωριά από τα οποία διερχόταν, το Απέρι, την Βωλάδα, το Όθος, τις Πυλές και μετά από ένα ηρωικό ταξίδι, έφτανες στον προορισμό σου.

 Στα μισά της διαδρομής ακόμη και μαζί με τον αδελφό μου αδυνατούσα να κατανοήσω ποιος ο λόγος αυτής της απίστευτης ταλαιπωρίας. Η μητέρα αν και μισοζαλισμένη από το συνεχές κούνημα του αυτοκινήτου χαιρόταν που επέστρεφε σε έναν τόπο και χρόνο, από τον οποίο διατηρούσε όμορφες αναμνήσεις και ο πατέρας υπερήφανος που εκπλήρωνε ένα παλιό τάμα μετά από δέκα χρόνια στην ξενιτιά, συνομιλούσε με τον οδηγό, που έλεγε κι αυτός τις δικές του ιστορίες, μεταξύ αυτών και μία για την Παναγία που ντυμένη στα μαύρα, έβγαινε τη νύχτα στο δρόμο και προστάτευε τα λιγοστά αυτοκίνητα του νησιού από τους γκρεμνούς, που έχασκαν προς τη μεριά της θάλασσας.

 Αρχές του Σεπτέμβρη ήταν, πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Έτσι λέγεται η Παναγία ετούτη εξαιτίας της βρύσης (πηγής) με το πάντα δροσερό νερό, να ρέει από τα θεμέλια της. Πλήθος προσκυνητών μαζευόταν απ' όλο το νησί αλλά και από την αντικρινή Κάσο, να προσκυνήσει στην χάρη της και να γλεντήσει στο πέργερο(3), ανάμεσα στον ιερό ναό και τον απόκρημνο βράχο. Όποιος έκανε το ταξίδι αυτό τότε, ήξερε ότι θα διανυκτέρευε εκεί για μια ή και παραπάνω νύχτες. Οι φιλόξενοι Μεσοχωρίτες  φρόντιζαν ώστε όλοι οι προσκυνητές που έμπαιναν στον κόπο για ένα τέτοιο προσκύνημα, να μην μείνουν δίχως κατάλυμα. 

 Έτσι κι εμείς βρήκαμε φιλοξενία σε ένα παλιό Καρπάθικο σπίτι(4) το οποίο μας πρόσφερε ένα παλιό κουμπαριό των γονιών μου. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και βάλαμε τα καλά μας, μέσα από τα δαιδαλώδη, φρεσκοασπρισμένα σοκάκια κατευθυνθήκαμε προς την Παναγία, όπου σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε ο εσπερινός, για το πρώτο προσκύνημα. Μαζί με μάς κι όλο το χωριό, κι άλλοι φιλοξενούμενοι, που συναντιούνταν στα τρίστρατα ή τα ανοίγματα που έβλεπαν προς τη θάλασσα που την χρύσιζε η δύση του ήλιου και αντάλλασσαν ευχές από την καρδιά τους, ήξεραν δεν ήξεραν αυτόν που είχαν απέναντί τους. 

 Η χαρά στα πρόσωπα των γονιών μου ήταν έκδηλη. Ήθελαν όλα όσα ήξεραν για τον τόπο κι όσα είχαν ζήσει εκεί στο παρελθόν να τα μεταφέρουν με την μία σε μας. Σε κάθε βήμα είχαν και κάτι να μας πουν. Για τα θαύματα που έκανε η Παναγία, για τα γλέντια που έστηναν με τους ντόπιους στα νιάτα τους, τότε που ακόμη ανέβαιναν στο χωριό καβάλα στα ζώα, για την Σκοπή που έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους κι όπου σίγουρα θα μας πήγαιναν την επομένη, για τους πειρατές που εφορμούσαν στο χωριό τα πολύ παλιά χρόνια αλλά οι δύστυχοι χάνονταν στα στενά του σοκάκια, για τους έρωτες που γεννιούνταν πάντα τέτοιες μέρες καθώς το κρασί και η λύρα ζάλιζαν τους νέους, για το φαγητό που θα τρώγαμε από τα καζάνια που είδαμε καθώς φτάναμε, ευλογημένο από την ίδια της Παναγία. Εμείς τους ακούγαμε μάλλον βαριεστημένοι μιας και δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους. Βλέπεις με το παιδικό μας μυαλό, όλα αυτά μας ήταν τόσο ξένα ακόμη, που με δυσκολία τα δεχόμαστε.

 Μετά τον Εσπερινό, άρχισε η διευθέτηση του χώρου της αυλής της εκκλησίας σε χοροστάσι. Ολόγυρα στήθηκαν οι πάγκοι και οι καρέκλες και στη μέση δύο τραπέζια, όπου πάνω τους θα ανέβαιναν οι οργανοπαίχτες με την λύρα, τα λαούτα και την τσαμπούνα. Γύρω από αυτήν την αυτοσχέδια εξέδρα και πάλι πάγκοι και καρέκλες, έτσι ώστε να μένει μόνο ένας φιδίσιος διάδρομος όπου θα πιάνονταν χέρι χέρι οι πανηγηριώτες σε χορούς αέρινους μα και στιβαρούς, που μέσα τους κουβαλούν την ψυχή και τα ακούσματα των προγόνων μας.   

 Κι ο χορός δεν άργησε να συνεπάρει όλον τον κόσμο, οι νέοι και οι μεσήλικες να ακολουθούν τον ρυθμό του, ο κάβος(5) με μαεστρία να επιδεικνύει τις ικανότητες του στις ντάμες του που τον ακολουθούσαν, οι μανάδες τάχατες αμέριμνες να παρακολουθούν την κάθε κίνηση των κορών τους,  οι γέροντες καθιστοί να παρακολουθούν, αναλογιζόμενοι ότι κάποτε κι αυτοί βρίσκονταν όρθιοι, δυνατοί και ίδρωναν από την έξαψη του χορού ενώ η καρδιά τους πετάριζε νιώθοντας την ανάσα της κόρης που είχαν δίπλα τους ενώ τα παιδιά την μια στιγμή βρίσκονταν εδώ, την άλλη κάτω στην βρύση και μετά ποιος ξέρει πού;

Το γραφικό Μεσοχώρι, σε πρώτο πλάνο η Σκοπή.
(φωτογραφία από το διαδίκτυο)
 Αν και τότε δεν εκτίμησα τις ημέρες που μείναμε στο Μεσοχώρι, μεγαλώνοντας είχα την ευκαιρία να βρεθώ και πάλι στο χωριό και την ημέρα του Μεγάλου Πανηγυριού αλλά και άλλες φορές, μια από αυτές μάλιστα φιλοξενούμενος από κάποιον καλό φίλο. Το Μεσοχώρι είναι ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Καρπάθου, κτισμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά όπου την ζώνουν τα πεύκα, πολύ κοντά στη θάλασσα, σύμφωνα με τον μεσαιωνικό τρόπο, όπου σπίτια και σοκάκια σχηματίζουν ένα φρουριακό σύμπλεγμα, το οποίο προστάτευε τους κατοίκους από τις επιδρομές των πειρατών. Ακόμη και σήμερα, αμαξιτός δρόμος δεν περνά μέσα από το Μεσοχώρι. Οι επισκέπτες αφήνουν το αυτοκίνητό τους στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, κι από εκεί κατεβαίνουν με τα πόδια για να φτάσουν στον προορισμό τους. Η Παναγία, εκεί στην άκρη, θα τους υποδεχτεί, όλοι το ξέρουν ότι αυτή θα είναι η πρώτη στάση, την οποία οφείλουν να κάνουν. Μπροστά στην εικόνα της θα ξεφορτωθούν τα βάρη τους και στη συνέχεια θα δροσιστούν ρίχνοντας στο πρόσωπό τους λίγο από το νερό της βρύσης, ίαμα κι αυτό της ψυχής τους. Στη συνέχεια θα σταματήσουν σε κάποιο από τα καφενεία κι αν είναι τυχεροί θ' ακούσουν τις γλυκιές δοξαριές του λυράρη μα είναι ακόμη πιο τυχεροί, θ' ακούσουν από τους γεροντότερους ιστορίες φερμένες πίσω από τον χρόνο, θα γελάσουν, θα δυσπιστήσουν, μα κυρίως θα νοσταλγήσουν το δικό τους, ασήκωτο παρελθόν. Το τέλος αυτής της όμορφης περιπλάνησης, θα είναι στην Σκοπή. Μια από τις γραφικότερες πλατείες της πατρίδας μας. Ένα πλάτωμα πάνω στον βράχο, όπου κάτω βαθιά του, το κτυπάει αλύπητα η θάλασσα. Τα εκκλησάκια του, πιθανότατα της βυζαντινής εποχής, μαρτυρούν την ιστορικότητα του χώρου. Κι αν βρεθούν εκεί την πιο καλή ώρα, τότε που δύει ο ήλιος, μπροστά τους, μέσα στην θάλασσα, θα μαγευτούν βλέποντάς την να μεταμορφώνεται για λίγο σ' ένα ζεστό, γεμάτο πλουμίδια σεντόνι ενώ ο ουρανός γύρω τους θα μπλαβίζει. 

(1) μισθωμένο ταξί
(2)ένας θεσμός εργατών με φτυάρι και κασμά, που είχαν ως αποστολή τους τη συντήρηση των δρόμων. 
(3) η αυλή της εκκλησίας
(4) δίχωρο μακρόστενο σπίτι, με δώμα, όπου στο κύριο δωμάτιο υπάρχει σοφάς.
(5) ο χορευτής που σέρνει τον χορό μαζί με τις κοπέλες που τον ακολουθούν. 

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Κωδικός Γκάντερ της Φωτεινής Τομαή ( ή η ζωή του Αλέξανδρου Γεωργιάδη )


Alexandros_Georgiadis
  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, με καταγωγή από το Όθος της Καρπάθου, έγινε γνωστός ακόμα και σε μας τους συγχωριανούς του, χάρις στο μυθιστόρημα της Φωτεινής Τομαή: Κωδικός Γκάντερ. Η κ. Τομαή είναι πρεσβευτής Α΄ επί τιμή, πολυγραφότατη συγγραφέας, ιστορικός και υπήρξε διευθύντρια για πολλά χρόνια της υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπ. Εξωτερικών. Ως εκ τούτου, το έργο της αυτό σίγουρα υπερβαίνει την μυθιστορηματική αφήγηση κι αυτά που αναφέρει έχουν πραγματική ιστορική βάση. Εξάλλου τα ιστορικά στοιχεία που αναφέρει επιβεβαιώνονται από τα αρχεία που μας παραθέτει στο τέλος του βιβλίου αλλά και από μαρτυρίες άλλων αγωνιστών της εποχής.
 Το βιβλίο της κ. Τομαή δεν το αξιολογώ ως λογοτεχνικό αλλά ως ιστορικό έργο, μιας κ παρουσιάζει τη δράση του Ελληνοαμερικανού, Καρπαθιακής καταγωγής, Αλέξανδρου Γεωργιάδη, στον κατεχόμενο Έβρο και στον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης μας από τις δυνάμεις του Άξονα. Ενδιαφέρουσα ιστορικά στοιχεία, αλήθειες που δεν λέγονται  εύκολα ακόμα και σήμερα και η απρόβλεπτη αντιμετώπιση από την δεύτερη πατρίδα του, περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο στο βιβλίο αυτό. Διαβάζεται ως μυθιστόρημα, διδάσκει όμως το ίδιο με πανεπιστημιακό εγχειρίδιο. 

  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης είναι ένας ήρωας, που αγάπησε με όλη του την ψυχή και τις δύο πατρίδες του, αν και απογοητεύτηκε από αυτές το ίδιο. Από τη μία, η Αμερική του γκρέμισε την εικόνα της ιδανικής δημοκρατίας που πίστευε γι΄ αυτήν και από την άλλη, η Ελλάδα τον πόνεσε με τον αχρείαστο αδελφοκτόνο πόλεμο την ώρα που οι άλλοι Ευρωπαίοι, (νικητές και ηττημένοι) μονιασμένοι ανάσταιναν από τα ερείπια τις χώρες τους.

Ποιος  όμως ήταν ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης; Για ποιον λόγο η κυρία Τομαή, γράφει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του; Και για ποιον λόγο είμαστε σήμερα εμείς, οι συγχωριανοί του, υπερήφανοι και για τη δράση του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και όλη τη ζωή του;

  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, γεννήθηκε στο Όθος της Καρπάθου το 1898. Το 1912 με την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς στέλνεται από τους δικούς του στην Αθήνα για καλύτερες σπουδές. Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, η στενάχωρη χώρα μας δεν τον ικανοποιεί και σε ηλικία μόλις 18 ετών φεύγει για την χώρα της ελευθερίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κυνηγά το Αμερικάνικο όνειρο και μετά από πολύ προσπάθεια αλλά και τύχη το κερδίζει. Το 1942 καλείται από την Αμερικανική κυβέρνηση, μαζί με άλλους Ελληνοαμερικανούς, να στελεχώσει τη νεοσύστατη υπηρεσία πληροφοριών την γνωστή O.S.S. με σκοπό να διεισδύσει στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Πέρα από τους προφανείς λόγους ότι έπρεπε να δράσει σε μία εχθρική χώρα, οι ΗΠΑ εξαιτίας του μέχρι τότε απομονωτισμού τους, δεν είχαν ανάλογη εμπειρία σε τέτοιου είδους αποστολές. Επιπλέον η Ελλάδα ανήκε στην σφαίρα επιρροής των Άγγλων και οι Αμερικάνοι κατάσκοποι αν και σύμμαχοι, αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία, όχι μόνο από αυτούς αλλά και από το διπλωματικό κατεστημένο της χώρας μας.  Ο Γεωργιάδης όμως καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο να φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί από την αρχή. Να οργανώσει το σαμποτάζ  στις γραμμές ανεφοδιασμού των Γερμανών από την Τουρκία, και συγκεκριμένα να σταματήσει τη ροή χρωμίου, απαραίτητου υλικού για τη στρατιωτική της βιομηχανία. Επιπλέον ξεσκέπασε ένα δίκτυο Βούλγαρων κατασκόπων κι ένα άλλο Τούρκων. Η βάση του ήταν στο ελληνικό προξενείο της Ανδριανούπολης και το πεδίο δράσης του ο κατεχόμενος από τους Γερμανούς Έβρος.  Για να πετύχει τον σκοπό του, συνεργάζεται με τo τοπικό κλιμάκιο του ΕΛΑΣ, αφού πρώτα κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Γι΄ αυτούς ήταν ο Αλέκος ο Αμερικάνος, ο ντόμπρος συνεργάτης σε αυτά που τους έταζε, ο αγνός πατριώτης, που πέρα από τις εντολές που είχε, πολεμούσε στο πλάι τους με την ίδια αυταπάρνηση με εκείνους.
  Η πετυχημένη δράση του στον Έβρο, δεν θα ήταν δυνατή, εάν δεν είχε το σθένος να παρακάμπτει τους ασφυκτικούς γραφειοκρατικούς κανόνες της υπηρεσίας του, αν δεν είχε την διορατικότητα να βλέπει τι κρυβόταν πίσω από τις χειραψίες και τα κτυπήματα στην πλάτη κι αν δεν είχε το ηθικό ανάστημα να συνομιλεί με τους Ελασίτες αντάρτες, την γλώσσα της αλήθειας. 

  Μετά την θετική έκβαση της αποστολής του και την απελευθέρωση της Ελλάδας, παίρνει νέες εντολές. Αυτή τη φορά έπρεπε να εκμεταλλευτεί τις πολύ καλές σχέσεις που είχε αναπτύξει στην περιοχή της Θράκης με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις τους αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ήταν το μοναδικό στέλεχος της O.S.S. που εμπιστεύονταν οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ.  Όλοι ανησυχούσαν κατά πόσο τα ένοπλα στρατιωτικά τμήματα του ΕΑΜ, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν διατεθειμένα να καταθέσουν τα όπλα τους μετά τις συμφωνίες  του Λιβάνου(1) και της Καζέρτας (2). Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ζει από κοντά τα τραγικά γεγονότα των Δεκεμβριανών του 44, τα οποία όπως διαπιστώνουμε σημαδεύουν για πάντα την ψυχή του. Αν και είχε ζήσει στη Θράκη τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον περιβόητο Τσαούς Αντών (Αντώνης Φωστερίδης) και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, τις οποίες υποδαύλιζαν οι Άγγλοι, καταλάβαινε ότι το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες θα θα τελείωνε εκεί αλλά θα είχε ολέθριες συνέπειες για το μέλλον της χώρας μας. Ήταν εξοργισμένος με τον ύπουλο ρόλο των Άγγλων και κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετά την απελευθέρωση, βλέποντας τους να μην σέβονται έναν Λαό, που σε όλη τη διάρκεια του Πολέμου έχυσε ποταμούς αίματος τασσόμενος στο πλευρό των Συμμάχων.  Μία ακόμα αποστολή του στην Βόρεια Ελλάδα ακολουθεί, όπου συναντά τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Ευριπίδη Μπακιρτζή, προβληματισμένους με την πολιτική που ακολουθούσαν τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ των Αθηνών. Τότε ανακαλείται στο Κάιρο για να δώσει αναφορά για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και για να παρασημοφορηθεί. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1945 και τότε του δίνεται επιτέλους η πολυπόθητη άδεια που ζητούσε, να επισκεφτεί τον γενέθλιο τόπο του, την Κάρπαθο. Την μόνη που βρίσκει ζωντανή από τους δικούς του, είναι η ογδονταδιάχρονη μητέρα του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά, που επισκέφτηκε τον τόπο καταγωγής του. 

  Επιστρέφοντας στην Αμερική του ζητείται να ενταχθεί εκ νέου στις μυστικές υπηρεσίες με αποστολή την παρακολούθηση των νέων εχθρών, των κομμουνιστών, με έδρα του τα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτή τη φορά αρνείται. Ήδη έχει πληγωθεί με τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ των Ελλήνων, που μετά την απελευθέρωση τους αντί μονιασμένοι να οικοδομήσουν την πατρίδα τους, αυτοί αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους. Ακατανόητη του ήταν και η εχθρότητα που επέδειξαν οι Άγγλοι ενάντια στους μαχητές του ΕΛΑΣ και η διαγραφή κάθε προδοσίας των δωσίλογων, πρώην συνεργάτες των ΝΑΖΙ.  Ο Καρπάθιος, που έφυγε από τα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα, που υπέρτατη αξία γι΄ αυτόν ήταν η Ελευθερία και η δικαιοσύνη, πονούσε βλέποντας την κατάντια των ομοεθνών του. Κυρίως όμως, δεν μπορούσε να κατανοήσει την αναγκαιότητα που ώθησε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο. Έβλεπε με συμπάθεια τους μαχητές του ΕΛΑΣ, αναγνώριζε τον πατριωτισμό τους, πίστευε όμως ότι η Ελλάδα δεν θα κέρδιζε τίποτα, αν προσδενόταν στο άρμα της Σοβιετικής Ένωσης.

  Η άρνησή του αυτή, όπως και κάποιες αντιζηλίες από πρώην συμμαχητές του στον O.S.S. τον έβαλαν στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Οι καλές του σχέσεις με τους αντάρτες του ΚΚΕ, γίνεται το όπλο για να τον κυνηγήσουν. Είναι η εποχή όπου τα πάντα εξουσιάζει η πολιτική του Μακαρθισμού και ο Γεωργιάδης είναι ένα καλό θύμα για να δείξουν ως υπαρκτό, έναν ανύπαρκτο κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης όμως δεν είναι από εκείνους που δειλιάζουν ή φοβούνται μπροστά στις απειλές. Τους αγνοεί και δεν πέφτει στην παγίδα να συνδιαλλαγεί μαζί τους. Αυτοί του το κρατάνε, παρενοχλώντας τον για πολλά χρόνια ακόμα. Πέρασε δύσκολα! Δεν υπήρχε χειρότερη κατάσταση τότε από το να υποδειχθείς ως φίλα προσκείμενος στην Σοβιετική Ένωση. Ο Τζόσεφ Μακάρθυ είχε απλώσει ένα πλέγμα τρόμου πάνω από την αμερικανική κοινωνία, που διαπερνούσε όχι μόνο όσους έβαζε στο στόχαστρό του αλλά και κάθε έναν, που πιθανόν να είχε την όποια σχέση μαζί του.

  Μόλις το 2018 του απονέμονται στρατιωτικές τιμές και η ανώτατη διάκριση ήρωα Πολεμιστών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στο Εθνικό Μνημείο Πολεμιστών της Ουάσιγκτον. Μόνο που ο ένθερμος αυτός αγωνιστής της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης, έχει ήδη αποβιώσει.  

  Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του, μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο της Φωτεινής Τομαή αλλά και στην σχετική εγγραφή των Καρπαθιακών Νέων: Alekos ο Αμερικάνος, ο Οθείτης κατάσκοπος της O.S.S.  

  Όπως λέει η κυρία Τομαή, ο άντρας αυτός, με την ηρωική του δράση στον ακριτικό μας Έβρο σημάδεψε την πορεία του πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβράδυνση της παραγωγής πολεμικού υλικού  από την βιομηχανία των Γερμανών  στους τελευταίους κρίσιμους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Αυτό ήταν σημαντικό γεγονός διότι έκανε πιο εύκολη την τελική επικράτηση των Συμμαχικών δυνάμεων, που αντιμετώπιζαν τη λυσσαλέα άμυνα των Γερμανών σε όλα τα μέτωπα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι επιτάχυνε την λήξη του πολέμου στην ήπειρό μας. Ήταν ένας πράκτορας που εκμεταλλεύτηκε όλα τα χαρίσματα που του έδωσε ο σκληρός τόπος της γέννησής του αλλά και όσα έμαθε καθώς ωρίμαζε στη χώρα των θαυμάτων. Επί δεκαοχτώ μήνες σήκωνε το βάρος της επιτυχημένης αποστολής του, όταν το ορισμένο από την O.S.S. χρονικό διάστημα που μπορούσε κάποιος πράκτορας να βρίσκεται σε αποστολή ήταν το εξάμηνο. Αυτόν τον ήρωα, τον Αλέξανδρο Γεωργιάδη, τον Αλέκο τον Αμερικάνο για τους αριστερούς του ΕΛΑΣ, η Αμερική του επεφύλαξε την πιο άδικη και σκληρή αντιμετώπιση. Δεν μπορώ να φανταστώ με ποιον τρόπο συνεχίζεις τη ζωή σου μετά από αυτό. Εμείς όμως, οι επόμενες γενιές του χωριού μας, του Όθους της Καρπάθου, οφείλουμε όχι μόνο να μην ξεχάσουμε αλλά και να αναδείξουμε όλα εκείνα με τα οποία ο μικρός τόπος μας γαλούχησε τις γενιές εκείνων των αντρών. Ένας τόπος σκλαβωμένος πολύ πιο πέρα από τα τετρακόσια χρόνια Οθωμανικής Κυριαρχίας, που ποτέ του όμως δεν έπαψε να ονειρεύεται την Ελευθερία του, την Ένωσή του με την μητέρα Ελλάδα.

Othos_Karpathos
Όθος Καρπάθου, αρχές του 20ου αιώνα

 Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω, την κ. Φωτεινή Τομαή, για την εξαίρετη δουλειά που έκανε στο βιβλίο της: Κωδικός Γκάντερ, αλλά και διότι πρώτη έβγαλε από την ιστορική λήθη ένα σημαντικό αγωνιστή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον συγχωριανό μας, τον Αλέκο τον Αμερικάνο, όπως τον φώναζαν οι Εβρίτες αντάρτες. 

(1) Συνέδριο του Λιβάνου (17 - 20 Μαΐου 1944) Διάσκεψη των αρχηγών των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων και αντιστασιακών οργανώσεων,  με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας στη χώρα, μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής.


(2) Συμφωνία της Καζέρτας: (26 Σεπτεμβρίου 1944) Συμφωνία μεταξύ της «ελεύθερης» ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε στο Κάιρο , αφενός, και αφετέρου των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ και ΕΔΕΣ) που δρούσαν τότε στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου. Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να καθορισθούν θέματα σχετικά με τη δράση, τον έλεγχο και/ή τον αφοπλισμό των ένοπλων τμημάτων αντίστασης που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής στον ελληνικό χώρο προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα, μετά την απελευθέρωση.

Κάρπαθος

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς της Καρπάθου

  Το αφιέρωμα στον Γεώργιο Κωστέτσο, τον γείτονα μου, το πρωτοδημοσίευσα  στο διμηνιαίο περιοδικό "Παράδοση και Τέχνη", της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης, στο τεύχος Μαρτίου Απριλίου του 2001. Αφού το επιμελήθηκα εκ νέου, το δημοσιεύω και πάλι, στο ιστολόγιο μου αυτή τη φορά.  Ευχαριστώ τον γιό του, Μανώλη Κωστέτσο, τον καθηγητή Μανώλη Χατζηαντωνίου και τον αείμνηστο θείο μου Νίκο Σκούλλο, για τις άγνωστες σε μένα πληροφορίες που μου έδωσαν για τη ζωή του. Οι φωτογραφίες είναι από την φεϊσμπουκική ομάδα:  OTHOS"Αναγνώρισε τα πρόσωπα.Photo history of families

Georgios Kostetsos
Γεώργιος Κωστέτσος
  Τον ξέραμε όλοι στο χωριό. Λίγοι όμως από τη δική μου γενιά γνώριζαν για τη συμβολή του στην επιβίωση της Καρπάθου στα δύσκολα χρόνια του Πολέμου. Χρειάστηκε ο Νίκος ο Σκούλλος, από τους λίγους εναπομείναντες μιας γενιάς που έφυγε, να μας μιλήσει για τη σημασία του χαλκιά (σιδερά) τα χρόνια εκείνα. Ψάχνοντας το θέμα περισσότερο, κατάλαβα ότι εμείς οι νεότεροι οφείλουμε να περισώσουμε στη μνήμη μας τους τεχνίτες και επαγγελματίες του παλιού καιρού, όχι μόνο γιατί αποτελούν  μέρος της ιστορίας μας αλλά και διότι αυτοί οι άνθρωποι με την τέχνη τους έσωσαν από την πείνα τους συνανθρώπους τους σε δύσκολες περιόδους. Τέτοιοι ήταν ο μυλωνάς, που έκανε το στάρι αλεύρι, ο χτίστης του ξεροτρόχαλου, που συγκρατούσε τα λιγοστά χώματα στα νησιά μας, ο χαλκιάς που έφτιαχνε τα εργαλεία για να καλλιεργηθεί η γης.

  Μέχρι το 1992 ζούσε στο Όθος της Καρπάθου ο Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς του νησιού. Τον θυμάμαι κάθε πρωί ν΄ ανεβαίνει στο χαλτσαδιό(1) του και κάθε απόγευμα να κατεβαίνει κατάκοπος. Στα χέρια του συνήθως κρατούσε κάποια από τις δημιουργίες του. Εκεί στο δωματιάκι που ζούσε είχε ένα μπαούλο με αξίνες, σκαλιστήρια, τσάπες και ένα σωρό άλλα σιδερένια εργαλεία. Από όλα τα χωριά τον επισκέπτονταν για να διορθώσουν ή ν'  αγοράσουν κάποιο εργαλείο και τότε η πρωτότυπη αυτή έκθεση άνοιγε αμέσως και με καμάρι επιδείκνυε το εμπόρευμα του.

  Τον θυμάμαι μεγάλο σε ηλικία. Είχε περάσει τα ενενήντα, όταν πέθανε. Γεννήθηκε το 1902 όπως έγραφε η ταυτότητά του, εκείνος όμως υποστήριζε ότι το πραγματικό έτος γέννησης του ήταν το 1898. Κι όμως λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ακόμα δούλευε. Μόνος του δούλευε το φυσερό για να δυναμώσει η φωτιά και στη συνέχεια χτυπούσε αλύπητα το πυρωμένο σίδερο στο αμόνι για να του δώσει σχήμα. Δύσκολη δουλειά μα ήταν δυνατός άντρας. Έχουν να διηγούνται στο χωριό: Προπολεμικά, όταν χτιζόταν το Δημοτικό Σχολείο, κάτω στα Πηγάδια - το λιμάνι του νησιού- έφτασαν τα ξύλα για τη στέγη και τα πατώματα. Όλοι οι άντρες κατέβηκαν για να βοηθήσουν στη μεταφορά τους. Τα δοκάρια όμως είχαν μεγάλο μήκος και δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα. Τότε αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στον ώμο. Δύο δύο οι άντρες φορτώνονταν τα δοκάρια και διένυαν την απόσταση των 5 χιλιομέτρων περίπου για να ανέβουν στο υψόμετρο των 530 μέτρων που βρίσκεται το χωριό. Μόνο ο Γιώργης ο Κωστέτσος την έκανε αυτή τη μεταφορά μόνος του και μάλιστα δυο φορές την ημέρα.

Georgios Kostetsos the last Blacksmith
Ο Κωστέτσος στο Χαλτσαδιό του

  Σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Σμύρνης. Σε ντόπιο μάστορα έμαθε την τέχνη του χαλκιά. Ακολούθησε τη φυγή των Ελλήνων κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα έφυγε μια μόλις μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στην Σμύρνη, παρά τις παραινέσεις του αφεντικού του να παραμείνει για μία μέρα ακόμα ( κανένας δεν πίστευε στην Καταστροφή). Επέστρεψε στην Κάρπαθο και μπήκε βοηθός σε ντόπιους μαστόρους. Στο Νικολή το Χαλκιά και τον Πολυχρόνη Χανιώτη. Δεν ήταν ικανοποιημένος όμως ούτε από τις απολαβές, ούτε από την εργασία. Έτσι ανοίγει δικό εργαστήριο στις Πυλές. Δεκαοχτώ χρόνια το κράτησε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανοίγει χαλτσαδιό στο χωριό του, στης Ευαγγελίας το σπίτι, κοντά στην Παναγία. Εκεί έμεινε ως την πρώτη πενταετία του 1950. Τότε μεταφέρει το εργαστήριο του στη Μέλλουρα, εκεί όπου τον γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι.

 Στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αποκλείστηκε το νησί και τα καράβια έπαψαν να μεταφέρουν τρόφιμα, οι κάτοικοι ως μόνο τρόπο επιβίωσης βρήκαν την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Χρειάζονταν εργαλεία. Καλοσυντηρημένα εργαλεία. Και η πρώτη ύλη ήταν λιγοστή. Τότε φάνηκε η αξία του ντόπιου τεχνίτη. Και ο καλύτερος ήταν ο Κωστέτσος. Έκανε συμφωνία με τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Θα τους επιδιόρθωνε τα εργαλεία που θα χρειάζονταν για μια πλήρη καλλιεργητική περίοδο και αυτοί θα τον πλήρωναν σε είδος. Οι γεωργοί τέσσερα πινάκια γεννήματα. (Το πινάκι ήταν δοχείο-μονάδα μέτρησης όγκου, του Κωστέτσου ήταν λίγο μεγαλύτερο.) Οι κτηνοτρόφοι, βούτυρο, δρίλλα, κρέας. Οι σκαφιοί(2) χρήματα. Τίποτα δεν έλειψε από το σπίτι του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές ήταν το μόνο σπίτι που είχε βούτυρο, το οποίο έδινε σε κάποιον ασθενή ως γιατρικό. Δούλεψε όμως πολύ σκληρά τότε, το επέτρεπε πέρα από την ισχυρή του κράση και η ηλικία του. Από τα ξημερώματα ως αργά τη νύχτα. Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Έφτιαχνε τα πάντα, από υνιά ως κλειδαριές. 

 Του έφερναν σκασμένα βλήματα και αυτός τους έφτιαχνε τα εργαλεία. Για κάρβουνο φρόντιζε ο ίδιος. Έπαιρνε άδεια από τους κατακτητές Ιταλούς κι έκοβε πεύκα. Στις Μισσάθες κατασκεύαζε τον καρβουνόλακο. Έκοβε ξύλα και τα στοίβαζε μέσα σε αυτόν, τα σκέπαζε με κοσκινισμένο χώμα και τα "έκαιγε" δημιουργώντας το κάρβουνο. Όταν ήταν έτοιμα τα μετέφερε με μουλάρια στο χαλτσαδιό του.

 Ατυχήματα είχε. Κάποτε του καρφώθηκε στο χέρι το πίσω μέρος ενός δρεπανιού. Τα φάρμακα ανύπαρκτα. Η δημώδης ιατρική συνέστησε έναν κόκορα βραστό σε καθημερινή βάση. Το ξεπέρασε γρήγορα. 

 Τον θυμάμαι ακόμη, να παίζει τάβλι στο καφενείο. Αληθινή πρόκληση για όποιον είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί του. Ανίκητος. Στο χωριό ακόμα λένε για ένα αναπόφευκτα χαμένο διπλό παιχνίδι: "Αυτό δεν το κόβει ούτε ο Κωστέτσος".

 Κρίμα που η γενιά μου, δεν είχε την προνοητικότητα να περισώσουμε το φυσερό του, το αμόνι του, το εργαστήρι του. Πράγματα που κάποτε τα θεωρούσαμε ασήμαντα, σήμερα στην εποχή της αλματώδους ανάπτυξης θα μας συνέδεαν με το παρελθόν μας. Τουλάχιστον με τη βοήθεια της μνήμης ας κάνουμε αυτό το ταξίδι, στη δύσκολη ζωή των παλαιοτέρων γενιών από εμάς. Όχι νοσταλγώντας την αλλά για να διδαχθούμε από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις δυσχέρειες της εποχής τους.  

Φυσερό ή Φυσούνα σιδερά, λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασίας Χίου. Το φυσερό του Κωστέτσου ήταν διαφορετικό, μοναδικό από μια πρόχειρη έρευνα που έκανα, δυστυχώς δεν διασώθηκε.

(1) χαλτσαδιό: σιδερουργείο

(2) σκαφιοί: σκαφτιάδες

Κάρπαθος

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...