Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Στείλε μήνυμα...

   Η ιστορία μου αυτή εντάσσεται στα πλαίσια του συγγραφικού δρώμενου, που διοργανώνει η  marypertax, μέσα από το ιστολόγιο της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ.

    «Τα βιβλία διεγείρουν τη σκέψη και ευχαριστούν την ψυχή.»

   Έτσι κατέληξε ο δάσκαλος στη σύντομη εισήγησή του, με την ευκαιρία του ανοίγματος της μικρής βιβλιοθήκης ενός ορεινού χωριού, σε κάποια περιοχή της Μακεδονίας. Δεν έχει σημασία ποιο ήταν αυτό το χωριό, ούτε ποια ήταν αυτή η περιοχή. Τα παρακάτω θα μπορούσαν να είχαν ταράξει τον καθένα, που αγαπάει το βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση όμως ήταν ο Λευτέρης, ο οποίος από την στιγμή που ο δάσκαλος του ενεχείρισε το πρώτο βιβλίο για να το διαβάσει στις διακοπές των Χριστουγέννων, άλλαξε η ζωή του. Ακόμα το θυμάται, ήταν ένας τόμος από μια επιστημονική εγκυκλοπαίδεια και μάλιστα με έγχρωμες φωτογραφίες. Μπορεί να μην καταλάβαινε πολλά από αυτά που διάβαζε ή έβλεπε, αντιλήφθηκε όμως ότι έξω από τα στενά σύνορα του τόπου του, υπήρχε ένας κόσμος άγνωστος σε αυτόν, με τεχνολογικά και επιστημονικά θαύματα τα οποία λαχταρούσε πλέον μια μέρα να γευτεί από κοντά. Κοντά σε εκείνο το βιβλίο, ήρθαν και άλλα, λογοτεχνικά, με σπουδαίες ιστορίες, που είχαν την ικανότητα να τον διακτινίσουν  σε άλλους τόπους, σε ιστορικούς χρόνους και διαφορετικές κοινωνίες. Ένας μαγικός κόσμος είχε ανοιχτεί για τα καλά μπροστά του.

  Στο σχολείο προόδευε και οι γονείς του τον καμάρωναν. Αν και ήξεραν ότι οι διαφαινόμενες σπουδές του θα τους ζόριζαν οικονομικά, ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ήθελε να σπουδάσει ψυχίατρος, ήθελε να ασχοληθεί με την έρευνα και ονειρευόταν να βρει τον τρόπο όπου θα γιατρευόταν κάθε εσωτερικός πόνος του ανθρώπινου σώματος. Η επιθυμία του αυτή  γεννήθηκε, όταν διάβασε την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και κεραυνοβολήθηκε από την αποτρόπαια πράξη της Φραγκογιαννούς, όπου ο δικός της πόνος για τη σκληρή ζωή που πέρασε, την οδήγησε σε μια σειρά δολοφονιών μικρών κοριτσιών.

   Τελείωσε τις σπουδές του στην Ιατρική της Θεσσαλονίκης κι όπως έκαναν πολλοί, έφυγε για έξω για να συνεχίσει τις σπουδές του. Έκανε το Μεταπτυχιακό και στη συνέχεια Διδακτορικό στο Μόναχο, ασπάστηκε τον νέο τρόπο ζωής στα ξένα και αποφάσισε να μείνει εκεί πλέον για πάντα. Πάντα πορευόταν με το βιβλίο δίπλα του, είτε ήταν τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια είτε κάποιο μυθιστόρημα. Έφτιαξε και τη δική του οικογένεια, στην Γερμανία, εκεί ζούσε πια, με την Ούλμα, γιατρός κι αυτή. Μεταξύ των άλλων μοιράζονταν το κοινό τους πάθος για το βιβλίο. Δυο παιδάκια έκαναν, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι τα οποία τα καμάρωναν όσο μεγάλωναν, χαίρονταν που τα έβλεπαν να αγαπούν κι αυτά το βιβλίο, ενώ φρόντιζαν τακτικά να επισκέπτονται την Ελλάδα, το χωριό του αλλά και τις υπέροχες παραλίες της. Το αγόρι από μικρό εκδήλωσε την επιθυμία του να ακολουθήσει την καριέρα των γονιών του, παρόμοια σκεφτόταν και η κόρη τους χωρίς να έχει αποφασίσει όμως τι ακριβώς ήθελε να σπουδάσει. Μέχρι την εφηβεία της.

  Ξαφνικά η όλη καλή συμπεριφορά της άλλαξε, έγινε επιθετική, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στην Ελλάδα, αρνήθηκε ακόμα και να μιλά στον πατέρα της ελληνικά, όπως το συνήθιζαν μέχρι τότε. Η μητέρα της ένα πρωί που έλειπε στο σχολείο, έψαξε τα πράγματα της, το μυαλό της πήγαινε στα χειρότερα κι αυτά δεν άργησαν να αποκαλυφθούν μπροστά της. Φυλλάδια τα οποία προπαγάνδιζαν μια Νέα Γερμανία, ξενοφοβική, όπου  ονόμαζαν εχθρό κάθε κοινωνική ή φυλετική μειονότητα, όπου υπενθύμιζαν την ξεχασμένη ανωτερότητα του Γερμανικού Έθνους  κι ένα πλήθος βιβλίων, που εκθείαζαν το Ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Η κόρη τους είχε ενταχθεί σε μια από τις πολλές ακροδεξιές ομάδες, που τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την επανένωση της Γερμανίας, είχαν αναπτυχθεί σε όλη την χώρα. 

  Στην αρχή οι γονείς της, προσπάθησαν να της θυμίσουν, όλα όσα της είχαν μάθει, για την αξία της Δημοκρατίας, για τις ελευθερίες που μπορούσαν να απολαμβάνουν, για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών, για τις ωμότητες που διέπραξε το Ράιχ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο κατά των ξένων αλλά και ενάντια στον ίδιο τον Λαό του. Όχι μόνο παρέμεινε αμετάπειστη αλλά σε κάθε δικό τους επιχείρημα είχε να αντιτάξει και κάποιο τρελό τσιτάτο - το  οποίο πίστευε - από τα νέα της αναγνώσματα, τα οποία τα είχε αποστηθίσει όπως ο φανατικός θρησκευόμενος τα ιερά του βιβλία.

  Αυτό που τους ήταν αδύνατον να χωνέψουν, ήταν ότι μέσα τους, μεταξύ των άλλων, γκρεμίστηκε η πίστη τους για την αξία του βιβλίου. Ο Λευτέρης θυμόταν πάντα τα λόγια του δασκάλου του: Τα βιβλία διεγείρουν τη σκέψη και ευχαριστούν την ψυχή και πράγματι εκείνον τον είχαν κάνει καλύτερο άνθρωπο. Το ίδιο και η Ούλμα, μέσα από τα αναγνώσματά της, από μικρή είχε μάθει να αγαπάει τον συνάνθρωπο της, να πιστεύει στην συμφιλίωση και την ανεκτικότητα μεταξύ των Λαών, στην ειρηνική συμβίωση όλων των ανθρώπων. Και τώρα τα βιβλία, αυτές οι πηγές γνώσης  που όλοι εκθειάζουν, είχαν κάνει την κόρη τους ένα πλάσμα τελείως ξένο γι'  αυτούς, έναν άνθρωπο που μισούσε ότι δεν έμοιαζε με τον ιδεατό άνθρωπο που αντικατόπτριζε την άποψη της για την ανωτερότητα των Γερμανών. 

  Έφταιγε όμως το βιβλίο; 

  Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα εργαλείο, που εξαρτάται από την χρήση του αν θα ωφελήσει ή όχι τον άνθρωπο; 

  Μήπως η σκέψη αυτή τελικά είναι πολύ απλοϊκή; 

  Τι περιέχουν τα βιβλία; 

  Την ομορφιά του κόσμου, την ανώτερη διανοητική δημιουργία του ανθρώπου, την ελπίδα, την επανάσταση,  τα όμορφα συναισθήματα.

  Μόνο; 

  Αλλά και την σκληρή πραγματικότητα του κόσμου, την αντίθεση σε όσα θεωρούμε ως δεδομένα, τον διχασμό, αλλά και το μίσος, τον φόβο για καθετί το ξένο. 

  Δεν μας κάνουν λοιπόν μόνο τα βιβλία σωστούς, χρειάζεται να μεγαλώνεις σε στιβαρές ηθικές βάσεις, χρειάζεται ένα αξιακό σύστημα ιδεών, που να τοποθετεί στη κορυφή όλων τον άνθρωπο.

  Αν τα έχεις αυτά, τότε ναι, και το βιβλίο σε βοηθάει να γίνεις καλύτερος, αν όχι, έστω κι αν είσαι φανατικός αναγνώστης, το βιβλίο θα σε οδηγήσει προς την αντίθετη πλευρά, αυτήν που όπως φαίνεται, διάλεξε και η κόρη του Λευτέρη και της Ούλμα.




Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ευγενία του Lionel Duroy και Βαλκανική Τριλογία της Olivia Manning

 Τοv τελευταίο καιρό, κατά σύμπτωση, διάβασα δύο μυθιστορήματα που αναφέρονται στον ίδιο τόπο, την Ρουμανία, και στον ίδιο χρόνο περίπου (1936 -1945). Είναι αξιοσημείωτο ότι και τα δύο βιβλία, δεν τα έχουν γράψει Ρουμάνοι. Θα ήταν ενδιαφέρον να βρω και κάποιον Ρουμάνο συγγραφέα, που να έχει γράψει γι'  αυτήν την περίοδο, ώστε να έχω και την λογοτεχνική ματιά ενός γηγενούς για όσα έγιναν στη χώρα του εκείνην την περίοδο. Μια περίοδο ταραγμένη, με πολιτική αστάθεια, με έντονο εθνικισμό αλλά και ρατσισμό, με την διάλυση του ονείρου μιας μεγάλης Ρουμανίας, που επετεύχθη κατά τον Α' Π.Π.

 Το μυθιστόρημα της Αγγλίδας Olivia Manning, Βαλκανική Τριλογία, το οποίο είναι αυτοβιογραφικό μιας και η συγγραφέας έζησε από κοντά όσα αφηγείται, ως σύζυγος μέλους του Βρετανικού Συμβουλίου στο Βουκουρέστι και μετά στην Ελλάδα. Η Manning περιγράφει την ζωή της σε σχέση με την ταχεία μεταστροφή της Συμμαχικής Ρουμανίας σε μέλος του Άξονα και πως αυτό επέδρασε και στη δική της ζωή.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, του Γάλλου Lionel Duroy, είναι καθαρή μυθοπλασία, δομημένη όμως πάνω σε έναν πραγματικό ιστορικό καμβά. Πιο διεισδυτικό θα έλεγα, προσπαθεί να μας εξηγήσει, διαμέσου της ηρωίδας του, τις τραγικές καταστάσεις αλλά και τις αντιθέσεις, που βίωσε ο Ρουμανικός Λαός εκείνην την περίοδο. Τον έντονο αντισημιτισμό του, τις ομάδες ακροδεξιών εξτρεμιστών (την περίφημη Σιδηρά Φρουρά), που αναδεικνύονται σε καθοριστική πολιτική δύναμη, την αδυναμία των κρατικών παραγόντων να υπερασπιστούν την ουδετερότητα της Ρουμανίας, την σύνθλιψη της χώρας τους από τους στρατιωτικά ισχυρούς της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα αναλύει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των συμπατριωτών της κατά των Εβραίων, όμοιες με αυτές που πρέσβευε το τρίτο Ράιχ, πολύ κοντά σε όσα υποστηρίζουν οι σημερινοί ακροδεξιοί πολιτικοί.

 Στην Βαλκανική Τριλογία, η πρωταγωνίστρια του, η νιόπαντρη Χάριετ Πρινγκλ, έρχεται στο Βουκουρέστι το 1939 για να βρει τον σύζυγό της, Γκάι και ζει τις μεγαλειώδεις στιγμές της Αγγλικής παροικίας με πάρτι, δεξιώσεις, υψηλές κοινωνικές συναναστροφές αλλά και τυχοδιώκτες συμπατριώτες της, σαν να μην αντιλαμβάνονται την καταιγίδα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου που ήδη έχει αρχίσει. Περιγράφει βέβαια τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά από την θέση του παρατηρητή περισσότερο. Οι περιγραφές όσων βλέπει και βιώνει στο Βουκουρέστι αλλά και της ζωής της υψηλής κοινωνίας  είναι καταπληκτικές, τόσο που με άνεση μπορείς να τοποθετηθείς κι εσύ ανάμεσα τους, να γίνεις ένας από αυτούς. Συγχρόνως παρακολουθείς και την ζωή της, την βαθμιαία μεταβολή στη σχέση με τον άντρα της, τα ερωτήματα που της δημιουργούνται σχετικά με τον γάμο της. Το πιο σημαντικό όμως που αποκόμισα από αυτό το μυθιστόρημα, ήταν η αίσθηση της κατάρρευσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μαζί της συμπαρασύρει και ένα πλήθος ανθρώπων που παρασιτούν, υποστηρίζοντάς την.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, κτίζεται σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Κι εδώ έχουμε πρωταγωνίστρια, την Ευγενία,η οποία κατάγεται από το Ιάσσιο, στο οποίο ζούσε μια ισχυρή Εβραϊκή κοινότητα, και η οποία υπέστη ένα από τα πιο σκληρά πογκρόμ της εποχής. Η Ευγενία σε αντίθεση με την Χάριετ, δεν είναι απλή παρατηρήτρια όσων σημαντικών συμβαίνουν γύρω της αλλά παίρνει θέση, προσπαθεί να παρέμβει στα γεγονότα, προσπαθεί να ανατρέψει όσα την ενοχλούν. Είναι φεμινίστρια και επαναστάτρια, συνάπτει δεσμό με έναν Ρουμανο - Εβραίο συγγραφέα, τον Μιχαήλ Σεμπαστιάν, που από μόνο του είναι γεγονός απόλυτα παρακινδυνευμένο, δημοσιογραφεί προσπαθώντας να αναδείξει τις φρικαλεότητες κατά των Εβραίων, αλλά και παίρνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση κοντά στους κομμουνιστές αν και ποτέ δεν αποδέχεται την ιδεολογία τους. Αγαπάει τον Μιχαήλ, την εκνευρίζει η παθητικότητά του, αποδέχεται όμως ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι η γραφή του. Η ίδια η Ευγενία, χρησιμοποιεί την γραφή ως εργαλείο, το οποίο όμως πολλές φορές την προδίδει, κάποιες την εκπλήσσει, γενικά δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο της ως δημοσιογράφος, που πρέπει να συμβαδίζει απόλυτα με την εκάστοτε κρατούσα κατάσταση.

 Και τα δύο μυθιστορήματα είναι ενδιαφέροντα, ευκολοδιάβαστα, ειδικά το Ευγενία, και σίγουρα σου προσφέρουν μια πολύ καλή εικόνα, για όσα τραγικά εκτυλίσσονταν στη γειτονιά μας την περίοδο εκείνη. Ενδιαφέρον έχει και το τρίτο μέρος της Βαλκανικής Τριλογίας, όπου διαδραματίζεται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Ελληνο - Ιταλικού Πολέμου, με άγνωστες για εμάς λεπτομέρειες και την εντυπωσιακή καλοπέραση των Άγγλων γραφειοκρατών που βρίσκονταν στη χώρα μας, σε τέλεια αντίθεση με εκείνους που μάχονταν στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου.

  Κλείνοντας θα έλεγα, ότι η ανάγνωση των δύο παραπάνω μυθιστορημάτων με ικανοποίησαν απόλυτα, με έκανα να σκεφτώ για την μοίρα των Λαών μέσα στο διάβα της Ιστορίας, να υποψιαστώ για μία ακόμη φορά πόσο εύκολο είναι να ανατραπούν οι σταθερές στις ζωές των ανθρώπων εξαιτίας των γεωστρατηγικών αναταράξεων (το βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Ουκρανία), να αναλογιστώ τον ρόλο τον δικό μου, στην εποχή που ζούμε, με τις δικές της κάθε φορά προκλήσεις, πολλές από τις οποίες προσομοιάζουν με αυτές, εκείνης της περιόδου.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Βιβλία και ταινίες της εφηβείας


  Την ιδέα της ανάρτησης αυτής, την πήρα από την διαδικτυακή μας φίλη Κατερίνα Βερίγκα, που διατηρεί το όμορφο Pause blog. κι όπως λέει κι ο έτερος διαδικτυακός μου φίλος Giannis Pit,: Οι γιορτινές μέρες είναι γεμάτες, εκτός των άλλων και από νοσταλγία.  Τα Χριστούγεννα είναι μπροστά μας και οι αναμνήσεις πάντα καραδοκούν στην άκρη του μυαλού μας, φτάνει να βρεθεί η κατάλληλη προτροπή κι αυτές είναι έτοιμες να ξεπεταχτούν. Οι μαγικές λέξεις: Εφηβεία, βιβλία, ταινίες. 

  Από παιδί, το καλύτερο δώρο που μπορούσε κάποιος να μου κάνει, ήταν ένα βιβλίο. Η χαρά αυτή, ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν έχει μετριαστεί στο ελάχιστο. Είναι αλήθεια ότι η υπόθεση βιβλίο σε ένα νησί της ακριτικής Ελλάδας, στη δεκαετία του '70, δεν ήταν και η πιο εύκολη υπόθεση. Ένα Βιβλιοχαρτοπωλείο θυμάμαι στην μικρή παραθαλάσσια πόλη μας, του Λογοθέτη, που μπορούσες να βρεις κάποιους πολύ χαρακτηριστικούς τίτλους. Best seller της εποχής, ότι είχε σχέση με τον Ιούλιο Βερν και το πρώτο από τα προφητικά του βιβλία που διάβασα, γύρω στα δώδεκα μου, ήταν: Η Πλωτή Πολιτεία (μία ιστορία που θύμιζε καταπληκτικά την αίγλη του Τιτανικού και την τραγική βύθισή του). Ακολούθησαν τα: Από τη Γη στη Σελήνη, Γύρω από τη Σελήνη, Ροβήρος ο Κατακτητής, γενικά ότι κυκλοφορούσε τότε το ρούφηξα. Όλα τα αγόρια της γενιάς μου που διάβαζαν, χάνονταν για ώρες στις σελίδες των υπέροχων αυτών βιβλίων, έκαναν για ώρες ατέλειωτα φανταστικά ταξίδια, έζησαν τις πιο απίστευτες περιπέτειες. Βλέπεις αυτά που περίγραφαν μόλις είχαν αρχίσει να πραγματοποιούνται, ακόμα οι προβλέψεις του Βερν ήταν για τη γενιά μου, στη σφαίρα της φαντασίας. Σήμερα που η τεχνολογία είναι έντονα παρούσα στη ζωή των παιδιών, ας σκεφτούμε τα Smart Phone που όλα έχουν από πολύ μικρή ηλικία, ο Βερν φαντάζει ξεπερασμένος, δεν τους συγκινεί, ψάχνουν το όνειρο πολύ πιο πέρα από αυτόν.

  Το επόμενο βιβλίο που θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήταν: Με το γυαλί του ψαρά του Θέμου Ποταμιάνου. Με είχε συναρπάσει διότι για πρώτη φορά, έβλεπα συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο, όλα τα ψάρια που λίγο πολύ γνώριζα και κυρίως πολλά πολλά μυστικά από τη ζωή τους στον βυθό. Επίσης πολύ μου άρεσαν οι απόδοση ανθρώπινων χαρακτηρισμών που έδινε στα θαλάσσια όντα. Γενικά ήταν ένα βιβλίο που με διασκέδασε αφάνταστα. Τώρα αν με ρωτήσετε τι είναι το γυαλί του ψαρά, θα σας έλεγα ότι είναι ένας μεταλλικός κύλινδρος που για πάτο έχει τζάμι. Το ακουμπάς στη θάλασσα, και βλέπεις καθαρά τον βυθό. Λειτουργεί όπως η μάσκα, που φοράμε όταν βουτάμε στη θάλασσα. Αν προσέξουμε λίγο προσεκτικά το εξώφυλλο του βιβλίου, θα το δούμε.


  Με τον Δον Κιχώτη του Μιγκέλ Ντε Θερβάντες, ξεκινά η περιπλάνησή μου στην λογοτεχνία των μεγάλων συγγραφέων. Το βιβλίο, το δανείστηκα από κάποια γηραιά κυρία, που το είχε από τα δικά της παιδιά. Ήταν από τα ελάχιστα βιβλία που ξαναδιάβασα, ευθύς μόλις το τελείωσα.  Με τα λίγα που μπορούσα να καταλάβω, ήξερα ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σημαντικό, τόσο, που για καιρό αρνούμουν να το επιστρέψω πίσω στην ιδιοκτήρια του. Ο ονειροπόλος Δον Κιχώτης και το άλογο του Ροσινάντε, παρέα με τον αγαθό Σάντσο Πάντσο και το γαϊδουράκι του, ζουν την εποχή των Ιπποτών αφού αυτή έχει πια παρέλθει, αναζητώντας την "άπιαστη" Δουλτσινέα. Περιπέτειες κωμικοτραγικές, απογοητεύσεις συνεχείς, μα η πίστη στον σκοπό του ακλόνητη διότι τον περιμένει η αγαπημένη του Δουλτσινέα για να την σώσει. Ένα μυθιστόρημα με πολλά μηνύματα μα και μια απογοήτευση στο τέλος όταν ο Δον Κιχώτης συνέρχεται και επανέρχεται στο σπίτι του ως ήσυχος νοικοκυραίος.


  Επόμενος σταθμός ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Με την γλώσσα ήμαστε εξασκημένοι από το σχολείο, η καθαρεύουσα στην αφήγηση και η δημοτική στους διαλόγους ήταν ένα γλωσσικό παιχνίδι που αναγνωστικά με είχε ενθουσιάσει. Τα Πασχαλινά Διηγήματα και τα Ρόδινα Ακρογιάλια θυμάμαι ήταν αυτά που είχα στην βιβλιοθήκη μου, (την Φόνισσα την διάβασα αργότερα).



  Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου ανακάλυψα στην Βιβλιοθήκη του χωριού μου - ναι, το χωριό μου είχε μια αρκετά αξιόλογη βιβλιοθήκη για τα δεδομένα της Επαρχίας-  τον Νίκο Καββαδία και το βιβλίο με τις δύο συλλογές ποιημάτων του, το Μαραμπού και Πούσι. Ποίηση διαφορετική από αυτή που μαθαίναμε στο σχολείο, ποίηση που για κάποιον ανεξήγητο ακόμα λόγο, μίλησε βαθιά μέσα μου. Ναυτικός ο ίδιος, με σκληρό ποιητικό λόγο περιγράφει ταξίδια, έρωτες, ανθρώπους και πάθη, ενώ ο θάνατος κάνει συχνά την εμφάνισή του. Τόσο μου είχαν αρέσει τα ποιήματά του, που τα είχα αντιγράψει σε ένα τετράδιο, το οποίο κάπου πρέπει να υπάρχει ακόμα.




  Τώρα, από ταινίες θυμάμαι τον περιφερόμενο σινεμά που ερχόταν και στο χωριό μας, δυο τρεις φορές κάθε χρόνο με τις επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, αυτά μέχρι το 1975, ήμουν ακόμα στο Δημοτικό τότε. Ο σινεματζής πρώτα πρώτα έβρισκε 2-3 αλάνια του χωριού, του έδινε τον τίτλο και τους πρωταγωνιστές της ταινίας κι αυτοί σε χρέη τελάλη, γυρνούσαν τα στενά του χωριού, διαλαλώντας ρυθμικά: "Α-πό-ψε, θα παί-ξει, ω-ραί-α ελ-λη-νι-κή ται-νί-α. Α-λίκη Βου-γιου-κλά-κη Δη-μήτρης Πα-πα-μι-χαήλ.   Α-πό-ψε...." εφόσον έπαιζε η Βουγιουκλάκη, ο τίτλος ήταν περιττός.  Όταν μπήκε η τηλεόραση στη ζωή του νησιού για καλά, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, πρέπει να έκλεισε η επιχείρηση του. Από τότε, ότι ταινία βλέπαμε, ήταν από αυτές που το νέο μέσο, έστω και σε ασπρόμαυρο, μας πρόσφερε. 
  Πρώτη φορά πήγα σε κινηματόγραφο, όταν τελειώνοντας τη Β΄ Λυκείου ανέβηκα στην Αθήνα για φροντιστήρια. Ακόμα την θυμάμαι την ταινία: Απόδραση από τα Αλκατράζ, με τον Κλιντ Ισγουντ. Μεγάλη Οθόνη, αναπαυτικές καρέκλες στη σειρά, σβήσιμο των φώτων και η μαγεία του σινεμά μπροστά μου.

  Εδώ δεν θέλω να παραλείψω και την θεατρική μου εμπειρία. Μπορεί θέατρο να μην είχα δει ποτέ, αλλά συμμετείχα σε παράσταση που διοργανώσαμε εμείς ως μαθητές της Γ΄Λυκείου με τη βοήθεια του φιλόλογου μας και μάλιστα με ένα έργο αξιώσεων: Το Παραμύθι χωρίς όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλη.

  Όλα αυτά άλλαξαν όταν ως φοιτητής  βρέθηκα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τότε ο κινηματογράφος μπήκε για τα καλά στη ζωή μου και πολλά περισσότερα και διαφορετικά βιβλία μπόρεσα να διαβάσω. Αναπόφευκτα κάνω την σύγκριση με τις σημερινές γενιές. Η παραπάνω ανάρτησή μου, οι νεανικές πολιτιστικές μου εμπειρίες, σίγουρα θα τους φαίνονται φτωχότατες. Από μικρά έχουν τις δικές τους βιβλιοθήκες, έχουν δει κάμποσες ταινίες στην μεγάλη οθόνη, έχουν παρακολουθήσει αληθινό θέατρο. Αλίμονο αν αυτές οι γενιές δεν γίνουν καλύτερες από τη δική μας.   

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Bargain books

 Η συμμετοχή μου, στην μίνι σκυτάλη γραφής 21-22, πιο διοργανώνει με πολύ επιτυχία η αγαπητή μας MaryPetrax

Μου το είχαν πει, το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον, όλο ανέβαλα όμως την επίσκεψη μου, ο χρόνος μου έλειπε, μπα δικαιολογίες, απλώς βαριόμουν να σύρω τα πόδια μου ως την Άνω Πόλη, κάποιο στοκατζίδικο είχε ανοίξει, πολύ καλές τιμές, σε καλή κατάσταση όλα όσα πωλούσε, κάποια ανέγγιχτα ακόμα, μάλλον δώρα που δεν άρεσαν θα ήταν, και το πιο σημαντικό, η ποσότητα και η ποικιλία ήταν εφάμιλλη των καλύτερων βιβλιοπωλείων του Κέντρου. 

Ναι για βιβλία μου είπαν, μέχρι χτες αυτά έλεγα, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν μου είχε μείνει κανένα αδιάβαστο πια, απ΄ αυτά που σκόρπια εδώ κι εκεί γέμιζαν όλο τον χώρο του φοιτητικού μου δωματίου. Ήξερα από τη μια ότι ο μηνιαίος μου λογαριασμό κινδύνευε να εξαντληθεί πριν την ώρα του, αλλά από την άλλη η ανάγκη μου για λογοτεχνία με είχε κυριεύσει σαν ναρκωτικό.  Να διαβάσω κάτι για δεύτερη φορά μου είναι αδύνατον. Είναι αλήθεια, στην δεύτερη ανάγνωση πάντα ανακαλύπτεις νέες πτυχές και κρυφά νοήματα, που οι συγγραφείς θέτουν προς διερεύνηση από εμάς, δεν με ενδιαφέρουν όμως αυτά εμένα, προτιμώ το ταξίδι που μου χαρίζουν τα βιβλία, σε κόσμους αλλοτινούς ή ξένους, με ήρωες αληθινούς ανθρώπους και όχι τέρατα της φαντασίας, με τρόπους που ποτέ μου δεν θα ζήσω στην δική μου, μικρή και περιορισμένη ζωή. 

Τέλος πάντων, το πήρα απόφαση, επισκέφτηκα τον χώρο αυτόν, σε κάποιο πλακόστρωτο στενό των Κάστρων βρισκόταν, ψιλοέβρεχε την ημέρα εκείνη, όταν διάβηκα την πόρτα του το πρώτο που ένιωσα ήταν η μυρωδιά του πολυκαιρισμένου χαρτιού, δεν με ενόχλησε, ίσα ίσα η ζεστασιά του όλου χώρου με είχε κερδίσει με τη μια. Άρχισα να ψάχνω στις προθήκες και τους πάγκους, μία κοπέλα, στην ηλικία μου πάνω κάτω, ίσως να ‘ταν κι αυτή φοιτήτρια, δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω,  με ρώτησε αν μπορούσε να με βοηθήσει, δεν χρειάζεται της είπα, έψαχνα έτσι αόριστα, δίχως κάτι μέσα στο μυαλό μου, πάντα έτσι κάνω όταν επισκέπτομαι τα βιβλιοπωλεία, θέλω η εικόνα του εξώφυλλου, ο τίτλος, η περίληψη στο οπισθόφυλλο, να με προκαλέσουν, να με πείσουν ότι δεν θα έχανα από την αγορά μου αυτή.  Έψαχνα λοιπόν αργά, υπομονετικά, εκεί θα περνούσα το απόγευμά μου πια, δεν βιαζόμουν, έψαχνα στις σωρούς με τα βιβλία μέχρι να βρω αυτό που θα μου γυάλιζε το μάτι:

Μαρία Νεφέλη, χαμογέλασα, την πρώτη φορά το διάβασα με τον λάθος τρόπο, ναι, υπάρχει τέτοιος, σελίδα τη σελίδα κι όχι πρόσωπο το πρόσωπο όπως το ήθελε ο Ελύτης.

Η αφήγηση ενός ναυαγού και τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς δίπλα δίπλα, κόσμοι ξωτικοί στην σκληράδα τους, πονεμένοι μα και ερωτικοί, που τους απόλαυσα με την ασφάλεια της απόστασης που με χώριζε από τους ήρωες τους.

Η παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, το Μπόρχες, που με απογοήτευσε διότι εγώ αναζητούσα τις ραδιουργίες των μεγάλων κι αυτός, μου σέρβιρε αυτές τις αναμενόμενες, των μικρών ανθρώπων της διπλανής πόρτας.

Ταξίδι στη Ανατολή, του Έσσεν, βαθιά φιλοσοφικό, έβλεπε τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά από αυτήν μας μάθανε, κίνησε το μυαλό μου σε αντίστροφους κύκλους, μου άρεσε.

Οδυσσέας του Τζόις, όλα σε ένα εικοσιτετράωρο καμωμένα, περισσότερο να με βασανίζουν οι σκέψεις του, κι εκείνον φαντάζομαι όταν το έγραφε, και στο τέλος να υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι θα το ξαναδιαβάσω όταν μεγαλώσω κι άλλο, μπας και καταλάβω γιατί το έγραψε.

Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, του Τσαρλς Μπουκόφσκι, απόκληρου και μέθυσου, και φαινομενικά παραιτημένου, που εμένα όμως η  ωμή γλώσσα του, ο κυνισμός του, μου μιλούσαν για τις αλήθειες της ζωής.

Βασίλης Αρβανίτης, το θεριό, που σκιάχτηκε και χάθηκε στη θέα ενός φιδιού, τεράστιου, έτσι υποστήριξε ο Μυριβήλης.

Το διπλό βιβλίο, του Χατζή, που με έχωσε για καλά, στα παρελθόντα, δύσκολα χρόνια της Πατρίδας μας, από την πλευρά όχι ενός ήρωα της αριστεράς ή της δεξιάς, αλλά ενός απλού ανθρώπου που το μόνο που επιδίωκε ήταν να επιβιώσει. Ξεριζωμός, μνήμες ευτυχισμένες χρόνων, η σκληρή πραγματικότητα.

Το όνομα του Ρόδου, του σπουδαίου Ουμπέρτο Έκο, μυστηριακό, γοτθικό, με μοναστηριακές ραδιουργίες και απέραντη θλίψη για την κατάληξη της καλά κρυμμένης βιβλιοθήκης.

Το βιβλίο της θλίψης και του γέλιου, του Μίλαν Κούντερα, πονεμένες ιστορίες από τη δική του χώρα, του υπαρκτού σοσιαλισμού, που αυτός ήθελε να απομυθοποιήσει, όταν εμείς ακόμα ονειρευόμαστε τον άπιαστο παράδεισό του.

  Όλα αυτά τα είχα διαβάσει όταν το μάτι μου έπεσε, Σ το σπίτι των πνευμάτων, της Αλλιέντε, ανιψιάς του θρυλικού προέδρου της Χιλής, που σκοτώθηκε αμυνόμενος για τη δημοκρατία στην Πατρίδα του. Αυτό θα πάρω, έχω ακούσει ότι γράφει καλά, ότι σου μεταφέρει με την ψυχή της αυτά που ξέρει, που δεν ξεχνά ποτέ την αξία του ανθρώπου και του έρωτα, που στο τέλος νικούν τον κάθε παρανοϊκό δικτατορίσκο.

Και δεν το μετάνιωσα.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Γεώργιος Βιζυηνός, ένας κλασσικός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

 Την ευκαιρία για την σημερινή μου εγγραφή,  μου την έδωσε η ανάγνωση των διηγημάτων του Γεώργιου Βιζυηνού στα πλαίσια της Λέσχης Ανάγνωσης Δράμας. 

Το έργο του Βιζυηνού δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά μπόρεσε να συγκινήσει, διότι περιγράφει με αμεσότητα την σκληρή πραγματικότητα της ζωής του. Τα διηγήματά του είναι αυτοβιογραφικά στο μεγαλύτερο μέρος τους και μας προσφέρουν την αναγνωστική χαρά που αποκομίζουμε από την κλασσική λογοτεχνία.

 Όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλα της έκδοσης που έχω: "...διαβάζουμε τα μεγάλα κλασσικά έργα, για να κατανοήσουμε ...τον εαυτό μας και τον κόσμο, μέσα από την αναμέτρηση με τα μεγάλα ερωτήματα που μας θέτουν, όπως είναι, εν προκειμένω, η σχέση αρσενικού και θηλυκού, λογικής και τρέλας, πραγματικότητας και πλάνης, ταυτότητας και ετερότητας, και προ πάντων, το περί του θανάτου ερώτημα..."

 Μου είναι πολύ δύσκολο, να κατατάξω τα διηγήματά του, σύμφωνα με την αναγνωστική απόλαυση που μου πρόσφεραν. Θα το επιχειρήσω όμως, και στην πρώτη θέση θα τοποθετήσω το Μοσκώβ-Σελήμ. Πρωταγωνιστής είναι το τρίτο παιδί μίας πλούσιας οικογένειας Τούρκων της Δυτικής Θράκης, ο οποίος μεγαλώνει από την μητέρα ως κορίτσι ενώ το πρότυπο-πατέρας του τον περιφρονεί. Σε μικρή ηλικία κατατάσσεται στον Τουρκικό στρατό, παίρνοντας τη θέση του λιποτάκτη (φυγόστρατου) αδελφού του. Πολεμά με γενναιότητα συμμετέχοντας σε όλους  σχεδόν τους Ρωσο-τουρκικούς  πολέμους του 19ου αιώνα, κατακτά τα γαλόνια του με την αξία του στο πεδίο της μάχης, αλλά χάνει τα πάντα (σπίτι και οικογένεια) από την ανικανότητα του Οθωμανικού κράτους να υπερασπιστεί τους πολεμιστές του. Στο διήγημα εμφανίζεται γέρος πια, ως μία παρεξηγημένη φιγούρα, φορώντας την μισο-διαλυμένη στολή Κοζάκου και στο κεφάλι κόκκινο φέσι, να περιμένει εναγωνίως τον ερχομό των λυτρωτικών Ρωσικών στρατευμάτων για να τους υποδεχτεί με κάθε τιμή. Ήταν οι μόνοι, που αν και αιχμάλωτος στα χέρια τους, του πρόσφεραν κάθε περιποίηση και θαλπωρή, που η πατρίδα και η οικογένειά του ακόμα, του αρνήθηκαν. Αυτό όμως, πρέπει να ήταν ένα θεραπευτικό ψέμα, για να αντέξει την καταστροφή όλων εκείνων που τον έκαναν άνθρωπο και αγαπούσε, από την πίστη του στον μεγάλο του αφέντη, τον Σουλτάνο, ο οποίος, όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε για την κατάντια του αλλά εν πολλοίς ήταν και υπεύθυνος γι΄ αυτήν. Υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως ο συνεχής αγώνας του μέχρι να τον αποδεχθεί ο πατέρας του, η αγάπη του για την μητέρα του και η αποδοχή της φτωχής γυναίκας που του διάλεξε για σύζυγο, το γκρέμισμα κάθε ιδανικού, το μεγάλωμα του ως κορίτσι κ.α. 

georgios_Vizuinos
Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
  Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ήταν μια τραγική και αδικημένη μορφή της εποχής του. Γεννήθηκε από μία πάμπτωχη οικογένεια στη Βιζύη της Δυτικής Θράκης και μικρός στάλθηκε να μάθει την τέχνη του ράπτη στην Πόλη. Η εξυπνάδα του ήταν η αιτία, που μπόρεσε να βρει ισχυρούς προστάτες και να τον στείλουν να σπουδάσει, στην Κύπρο, στην Αθήνα, στη Σχολή της Χάλκης και την Γερμανία. Μπόρεσε να επισκεφτεί και το Παρίσι και το Λονδίνο. Μετά τον θάνατο του μεγάλου προστάτη του, του Γ. Ζαρίφη, επιστρέφει στην Αθήνα με σημαντικές ανώτατες σπουδές αλλά και βραβεύσεις ποιημάτων του. Προσπαθεί να καταλάβει κάποια θέση ισάξια των σπουδών του, αυτό καθίσταται αδύνατον καθώς θεωρείται ξένο σώμα στο πνευματικό κατεστημένο της πόλης. Φεύγει για την Θράκη, ασχολείται ατυχώς με την εκμετάλλευση κάποιου μεταλλείου, ενώ αρρωσταίνει από κάποια εκφυλιστική ασθένεια των οστών. Πηγαίνει στην Αυστρία για θεραπεία και μετά επιστρέφει στην Αθήνα.  Πιθανόν η αρρώστια αυτή να τον οδήγησε στην τρέλα σε συνδυασμό με την απόρριψη που βίωνε. Πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο, στα 47 του χρόνια μόλις. Προσφιλές θέμα των Αθηναίων ήταν για πολύ καιρό, ο ανάρμοστος έρωτας του για την Μπετίνα Φραβασίλη, 12-14 χρόνων, μαθήτρια του στο ωδείο που δίδασκε, ενώ αυτός ήταν 43 χρόνων. 

Μπετίνα Φραβασίλη, μουσικός, (1876-1596)
 Είναι άξιο μελέτης, δεν ξέρω αν πρέπει να αποδοθεί στις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής, που υποστήριζαν ότι τα κορίτσια πρέπει να παντρεύονται πολύ μικρά αλλά υπάρχει μία εμμονή και στη ζωή του και στο έργο του για κορίτσια, της πρώιμης εφηβικής ηλικίας. Έτσι εκτός από την Μπετίνα, όταν βρέθηκε στην Κύπρο ως νεαρός ιεροδιάκονος, έγραφε ερωτικές επιστολές και ποιήματα στην 14χρονη Ελένη Φυσεντζίδη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανακλήθηκε άρον άρον πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνη δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά, περιμένοντας ματαίως την επιστροφή του. Στα διηγήματά του αναφέρονται η 14χρονη, Αγγλίδα Μάσιγγα, η οποία πρόκειται με εντολή του πατέρα της να παντρευτεί κάποιον αρκετά μεγαλύτερο της και χήρο. Η Γερμανίδα Κλάραν, που από τα συμφραζόμενα, θα πρέπει να βρισκόταν σε αυτήν την ηλικία και η οποία τρελαίνεται μετά  από ερωτική απογοήτευση. Αλλά και η γιαγιά του παιδί ήταν ακόμα, μας διηγείται, όταν παντρεύτηκε τον αγαπημένο του παππού.  Πουθενά δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για κάποιον άλλο έρωτα ή σχέση του Βιζυηνού.
Κλείνοντας θα αφήσω τον σύνδεσμο, για όποιον ενδιαφέρεται, της ταινίας "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (2001), σε σκηνοθεσία του Λάκη Παπαστάθη.   Ο Ηλίας Λογοθέτης σε δύο ρόλους (του έγκλειστου στο Δρομοκαΐτειο Βιζυηνού και του παππού του), είναι απολαυστικός.



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ του Περικλή Κοροβέση

 Ο Περικλής Κοροβέσης ως συγγραφέας, είναι πιο γνωστός για το βιβλίο του "Ανθρωποφύλακες", στο οποίο περιέγραφε την οδυνηρή εμπειρία του από τα κρατητήρια κατά την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στην χώρα μας. Ανήκε στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς, εκλέχθηκε βουλευτής με το ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2007, το 2009 όμως αποχώρησε από το κόμμα. 
 Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στην πολιτική του δράση, αλλά θα μιλήσω για ένα βιβλίο του, "Γυναίκες Ευσεβείς του Πάθους", το οποίο από τότε που το διάβασα για πρώτη φορά το 1995, ανήκει πλέον σε αυτά που αγαπώ ιδιαίτερα. Αποτελείται από οχτώ διηγήματα, που αν προσθέσουμε και την εισαγωγή-επίλογο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι εννέα. Σε όλα, αν και ο πρωταγωνιστής τους είναι ένας άντρας, στην πορεία φανερώνονται όλες οι γυναίκες που εμπλέκονται στη ζωή του μα στο τέλος επικεντρώνεται σε εκείνη τη μοναδική που σημάδεψε τη ζωή του, σε αυτή που μπόρεσε να του κλέψει πραγματικά την καρδιά. Στην ανάγνωση μας παρακολουθούμε συζύγους που δεν έχουν τίποτα πια να μοιραστούν αλλά και μεγάλους έρωτες, βασανιστικούς, παθιασμένους, φευγάτους, ονειρικούς, παραλυτικούς, απρόβλεπτους, ανικανοποίητους.  

  Στην πρώτη ιστορία μιλάει ο αφηγητής των ιστοριών για το πως του δόθηκε η ευκαιρία να μάθει αυτές τις ιστορίες αλλά και για την παντοτινή αλλά και βασανιστική του αγάπη, την Ρίκα:  ...Μια φορά είχαμε χωρίσει, γιατί αυτή επέμενε, πως η σάλτσα γίνεται καλύτερα με κρεμμυδάκια κομμένα σε μικρά τετράγωνα. Εγώ επέμενα πως η καλή σάλτσα, θέλει πάντα κρεμμύδι περασμένο στον τρίφτη. Το ωραίο ήταν ότι κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε να μαγειρεύει. Μια άλλη φορά είχαμε χαλάσει τις διακοπές μας, γιατί δεν ενέκρινε τον τρόπο που κοίταζα την πανσέληνο. Έβρισκε πως το βλέμμα του ήταν απλανές και αδιάφορο. Εγώ υποστήριζα πως αυτό είναι το σωστό βλέμμα να κοιτάζεις το φεγγάρι. Αυτή επέμενε πως μόνο οι ηλίθιοι κοιτάζουν έτσι. Εγώ υποστήριζα πως θα έπρεπε να έλεγε αυτές τις απόψεις της στη Σούλα Βερικοκά της Maxi Tv. Και αυτή μου έλεγε πως Σούλα, ήμουν εγώ. Όταν βρισκόμαστε ξανά, ποτέ δεν κουβεντιάζαμε γιατί τσακωνόμαστε. Ο λόγος ήταν απλός. Μόλις άνοιγε η πόρτα και επέστρεφε αυτός που είχε φύγει, πηγαίναμε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Καμιά φορά κάναμε και δυο μέρες να σηκωθούμε....

  Οι υπόλοιπες ιστορίες κινούνται πάνω στο μοτίβο: Ένας άντρας, που θα μπορούσε να είναι κάποια από τα σημαινόμενα πρόσωπα της μεταπολιτευτικής περιόδου και μια μοιραία γυναίκα που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Έτσι έχουμε τον Πολιτευτή της Β΄ Αθηνών, που στα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι ως επαναστάτης της αριστεράς εγκαταλείπει τα πάντα για την ξανθιά Νορβηγίδα καλλονή, την Μπίμπι, που οι αναμνήσεις του παθιασμένου έρωτά τους δεν το εγκατέλειψαν ποτέ.

Έρως, ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Λύσιππου
Ο καλλιτέχνης των σήριαλ, που εγκαταλείπει την οικογένεια του και κτίζει σπίτι σε κάποιο νησάκι. Εκεί του προσφέρεται μία νεαρή σκλάβα από τα μέρη της Ανατολής, εκείνος την ερωτεύεται κι όταν το σπίτι γκρεμίζεται σε μια θύελλα, την φέρνει στην Αθήνα. Τον εγκαταλείπει ευχαριστώντας τον, που την απελευθέρωσε.

Ένας επιτυχημένος εκδότης βιβλίων που διαλύει όλη του τη ζωή, καθώς πέφτει θύμα της Ματίνας, μια σύγχρονης θεάς του έρωτα: ... Θέλω να σε ευχαριστήσω ειλικρινά, γιατί μου απέδωσες τη θεϊκή μου φύση. Είχα αμφιβολίες, αλλά εσύ με έπεισες. Πρώτη φορά μου συμβαίνει στη ζωή μου, να βρεθώ με έναν άνδρα που τα είχε όλα, δόξα, κύρος, λεφτά, επιπλέον να έχει τα διπλά μου χρόνια, και από το μεγαλείο της δόξας του, να βρεθεί στην έσχατη ταπείνωση και να έχει μόνο ένα κελί στην φυλακή. Όπως ξέρεις εκεί θα πας. Δεν υπάρχει τίποτε πιο βαθύτερο για μια γυναίκα , από το να νιώσει τον πλήρη και απόλυτό της θρίαμβο σ΄ έναν άνδρα. ...

Ο διάσημος μαθηματικός που ζει ανεπανάληπτες στιγμές με μια γοητευτική τρομοκράτισσα των Ερυθρών Ταξιαρχών, η οποία όπως έρχεται στη ζωή του έτσι και χάνεται.

Ο δημοσιογράφος με τις πολλές επιτυχίες που σαγηνεύεται από την Βαγγελιώ, η οποία όμως δεν μπορεί να τον παντρευτεί διότι είναι ερωμένη του γέρου, πολιτικού παράγοντα στον οποίο χρωστά την καριέρα της, ως ιδιαιτέρα γραμματέας διαφόρων υπουργών.

Ο κινηματογραφιστής στη Νέα Υόρκη που πουλούσε το σπέρμα του, ως γνήσιος απόγονος του Μέγα Αλέξανδρου και η Ινδιάνα Χουανίτα, που η ομορφιά της τον ακινητοποίησε στο κρεβάτι, καθιστώντας ανίκανο να διεκπεραιώσει την αποστολή του: ...

Βελάσκεθ,Αφροδίτη μπροστά στον καθρέφτη
Σηκωθήκαμε από το κρεβάτι, καθίσαμε στο σαλόνι και μου ζήτησε να της πω την αλήθεια. Δεν είναι δυνατόν να είμαι γνήσιος απόγονος του Μέγα Αλέξανδρου και να μην μπορεί να μου σηκωθεί! Η φωνή της ήταν γλυκιά και πειστική, και την εμπιστεύομαι και της μιλάω για τα πάντα. Της πρότεινα γάμο. Κάθε επιθυμία της ζωής μου θα εκπληρωνόταν αν γινόταν γυναίκα μου και βασίλισσα μου. ... -Επειδή μου μίλησες πολύ ειλικρινά, θα σου μιλήσω και γω εντελώς ειλικρινά. Δεν είμαι χορεύτρια. Είμαι του F.B.I. Ιδού η ταυτότητα μου, είμαι του τμήματος ηθών. Υπήρχε μια καταγγελία για έναν παράνομο οίκο ανοχής και ανέλαβα την υπόθεση. Έχω κάνει ένα υπηρεσιακό λάθος. Κατέθεσες, χωρίς να ξέρεις ποια ήμουν και δεν μπορούσες να υποπτευθείς πως όλ΄ αυτά που μου έλεγες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν  εναντίον σου...

Ο άστατος θεατρώνης με τις 2345 γυναίκες στο ενεργητικό του, που στο τέλος  γνωρίζει την μία και μοναδική, η οποία τυγχάνει Σκοπιανή προπαγανδίστρια και οι αρχές την απελαύνουν από τη χώρα, αφήνοντας τον απαρηγόρητο.

Ο "μεγάλος" πλην πάμπτωχος ποιητής, που επιτέλους συναντά τον μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο μιας νεαρής φοιτήτριας της Φιλοσοφικής. Κι ενώ όλα έχουν κανονιστεί για την βραδιά που περίμενε ολάκερη τη ζωή του, εκείνη αποφασίζει ότι δεν θέλει να διαλύσει το όνειρο της για μια σταθερή, οικογενειακή ζωή. 

  Κάποιος κακεντρεχής, εύκολα θα έλεγε ότι είναι ένα βιβλίο όπου οι άντρες κοκορεύονται για τις κατακτήσεις τους ή διηγούνται επικές αποτυχίες τους στο βωμό του έρωτα. Μα όχι, στην πραγματικότητα  ο συγγραφέας με απόλυτο σεβασμό, εξυμνεί τις γυναίκες που μπορούν κι εμπλέκονται στο παιχνίδι του ερωτικού πάθους. Είναι ένας ύμνος στον έρωτα, που επικεντρώνεται στην τύχη ή την ατυχία ενός άντρα, να μπορέσει να τον ζήσει με την μοναδική γυναίκα,  που η μνήμη της θα τον κατατρέχει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Στον Ίσκιο της ροδιάς TARIQ ALI

Tarik_Ali
  Το μυθιστόρημα αυτό, διαδραματίζεται στα 1499, στην Ανδαλουσία . Είναι η εποχή, που οι Καστιλιάνοι μονάρχες αποφασίζουν να "τελειώνουν" με τους έτσι κι αλλιώς ηττημένους Μαυριτανούς, οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει στην περιοχή, για μισή χιλιετία περίπου. Ο γεννημένος στο Πακιστάν, μόνιμος κάτοικος Λονδίνου και μια από τις γνωστότερες μορφές της ευρωπαϊκής αριστεράς,Tariq Ali, εστιάζει ακριβώς σε αυτή την περίοδο, όπου ο θρησκευτικός φανατισμός των Βασιλέων ( της Ισαβέλλας Α΄της Καστίλης και του Φερδινάνδου Β' της Αραγώνας ) και της Καθολικής εκκλησίας, με τη βοήθεια των ιεροεξεταστών, θεωρεί ότι η Ιβηρική χερσόνησος, θα πρέπει να εκκαθαριστεί από κάθε μη πιστό στην παπική εκκλησία. Αρχικά εκδιώκουν τους Εβραίους ( τότε οι Σεφαραδίτες εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη ) και στη συνέχεια εκκαθαρίζουν τους Μουσουλμάνους, είτε αναγκάζοντας τους να ασπαστούν τον χριστιανισμό είτε εξολοθρεύοντας τους είτε απωθώντας τους προς την Αφρική. 

  Ένα ερώτημα που κυριαρχεί είναι κατά πόσο, μπορεί κάποιος να "αλλαξοπιστήσει" για να μπορέσει να παραμείνει στην πατρογονική του εστία; 

  Σίγουρα δεν είναι μια εύκολη απόφαση, διότι έχει να κάνει με το είναι της ανθρώπινης υπόστασης. Με τη σκέψη του, τον τρόπο ζωής του, τις ριζωμένες αντιλήψεις του από την ώρα που γεννιέται, με τον προορισμό του και σε αυτή τη ζωή και σε κάποια μελλούμενη. Πάντως ιστορικά έχουν καταγραφεί πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Για παράδειγμα όταν κατακτήθηκε η Κρήτη το 824 μ.Χ. από τους Άραβες ( εκδιωχθέντες στασιαστές από την Κόρδοβα της Ισπανίας ), τότε βιαίως εξισλαμίστηκε το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της Κρήτης. Στη συνέχεια, μετά από 138 χρόνια, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς επανάκτησε το νησί, αφού σφαγίασε πάνω από 200 χιλιάδες μουσουλμάνους ( στο σύνολο τους εξισλαμισθέντες Κρητικούς ), εκχριστιάνισε εκ νέου τους εναπομείναντες κατοίκους του νησιού. 

   Ένα άλλο ερώτημα, που τίθεται είναι κατά πόσο ο θρησκευτικός φανατισμός (φονταμενταλισμός), έχει το δικαίωμα να καταστρατηγεί κάθε έννοια ελευθερίας, σε κάθε επίπεδο και να προσπαθεί δια της βίας να επιβάλλει τη δική του αλήθεια. 

  Τις περισσότερες φορές, δεν είναι οι θρησκευτικές διαφορές που οδηγούν στη βία ή τους πολέμους για την κατάκτηση εδαφών αλλά αυτές χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα. Οι ηγέτες ξέρουν, ότι οι θρησκείες φανατίζουν τον άνθρωπο, τον κάνουν να αισθάνεται ότι προδίδει την πίστη του και τον Θεό του και με αυτόν τον τρόπο, συγκροτούν στρατούς, έτοιμους να θυσιαστούν για να υπερασπιστούν βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Πίσω βέβαια από τους θρησκευτικούς πολέμους κρύβονται και άλλες αιτίες, πέρα των οικονομικών, όπως η επιβολή δια της βίας, πολιτισμικών προτύπων. Όταν οι Άραβες κατέκτησαν την Ανδαλουσία, εξισλάμισαν τον πληθυσμό όχι μόνο διότι το επέβαλε η έννοια του τζιχάντ, αλλά και για να μπορέσει να λειτουργήσει ένα κοινωνικό σύστημα συμβατό με τον μουσουλμανισμό. Από την άλλη, για παρόμοιους λόγους, οι Καστιλιάνοι βασιλείς, εκκαθαρίζουν την Ιβηρική χερσόνησο από κάθε διαφορετική θρησκεία, για να μπορέσουν να επιβάλλουν ένα ομοιογενές πολιτισμικό πρότυπο, συμβατό με την μία ισχυρή αρχή που ήθελαν να προβάλλουν.

  Πολιτικά φαίνεται ότι η Δύση, με το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, δίνει μια λύση στο προσωπικό θρησκευτικό βίωμα του κάθε πολίτη, το οποίο δεν πρέπει να εμπλέκεται με το κράτος και τις επιδιώξεις του αλλά και πάλι, σήμερα, όπου τα θρησκευτικά πάθη αναζωπυρώνονται σε όλον τον κόσμο διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι θρησκευτικές ελευθερίες, δεν μένουν σε προσωπικό επίπεδο αλλά πολλές φορές, προσπαθούν να επιβάλλουν τις θέσεις τους στην πολιτική ( δες ΗΠΑ ακραίες χριστιανικές ομάδες υποστηρίζουν τους πιο συντηρητικούς πολιτικούς, Ευρώπη Μουσουλμανικοί πληθυσμοί αμφισβητούν τα δυτικά πολιτισμικά πρότυπα, Ελλάδα όπου ακόμα αναζητούμε το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους ).

  Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του μυθιστορήματος αυτού, ένα ερώτημα κυριαρχεί:
  Ποιο θα είναι το τέλος της διακεκριμένης οικογένειας των μουσουλμάνων Μπανού Χουντάιλ, που ξεκινώντας από τη Δαμασκό, πριν από 500 χρόνια, φτάνουν στην περιοχή της Γρανάδας, όπου και κτίζουν το χωριό τους; Η τελευταία γενιά, ο Ουμάρ, η γυναίκα του η Ζουμπάιντα, τα τέσσερα παιδιά τους, ζουν σε έναν φαινομενικό παράδεισο, με όλες τις ανέσεις που τους παρέχει η θέση τους. Αισθάνονται ότι απειλούνται, οι πράξεις του Χιμένεθ, του νέου θρησκευτικού ηγέτη των χριστιανών της περιοχής, δεν αφήνει κανενός είδους περιθώριο αισιοδοξίας, ή οικογένεια δέχεται συνεχείς παροτρύνσεις για να ασπασθεί τον χριστιανισμό, μαζί με όλο το χωριό. Πάντως υπάρχει μια κανονικότητα στην καθημερινότητα τους, μια πίστη ότι ο δικός τους ανώτερος πολιτισμός τον οποίο βιώνουν δεν μπορεί να απειληθεί,  μια ισχυρή αίσθηση ότι η μοίρα θα καθορίσει το μέλλον τους, συζητάνε το θέμα αλλά τις αποφάσεις τις αφήνουν για αργότερα. 
  Ο μόνος που φαίνεται να διαφοροποιείται, είναι ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο Ζουχάιρ. Αισθάνεται το μάταιο της όποια αντίστασης, αλλά βαθιά μέσα του γνωρίζει ότι θα είναι ένας αγώνας προσωπικής τιμής, για όλα αυτά που πρεσβεύει ο πολιτισμός του, ο οποίος χάνεται από μέρα σε μέρα.
  Λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, ανακαλύπτω μια ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή. Βλέπω τον αγέρωχο Μαυριτανό πολεμιστή Ζουχάιρ με τον νάνο μάγειρα της οικογένειας, καβάλα στα άλογα τους. Ο Ζουχάιρ, είναι ένας αληθινός πολεμιστής, που ηγείται μιας καταδικασμένης επανάστασης ενάντια στους Καστιλιάνους. Το γνωρίζει ότι ο αγώνας τους είναι καταδικασμένος, αλλά αισθάνεται ιερή υποχρέωση να μην εγκαταλείψει την πίστη του, τον τόπο του, τις πατρογονικές συνήθειες του. Δίπλα του, ο πιστός υπηρέτης της οικογένειας τους, ο νάνος μάγειρας,  στον οποίο, ο Ζουχάιρ αναθέτει μια σημαντική αποστολή. Στο μυαλό έρχεται αυτόματα το γνωστό δίδυμο της Ισπανικής λογοτεχνίας, ο Δον Κιχώτης και ο ιπποκόμος του ο Σάντσο Πάντσα. Το δίδυμο της συμφοράς, όπως μου άρεσε να το αποκαλώ. Ένας Ισπανός χωρικός, που στα γεράματα του αποφασίζει να γίνει ιππότης με το κοκαλιάρικο άλογο του, το Ροσινάντε, που ψάχνει τον έρωτα της ζωής του τη Δουλτσινέα. Εκατό χρόνια μετά από την εκκαθάριση της Ισπανίας από τους αλλόθρησκους, δημοσιεύει ο Θερβάντες το περίφημο έργο του, όταν πια οι Ιππότες έχουν χάσει την λάμψη που είχαν άλλοτε. Από τη μία, στο μυθιστόρημα του Tariq Ali, ένας αληθινός Μαυριτανός Ιππότης, που η ζωή του αφιερώνεται στα πιστεύω του και από την άλλη μια καρικατούρα Ιππότη. 
Μια αντιπαραβολή, που δείχνει πόσο τραγική ή αστεία μπορεί να γίνει η ιστορία, όταν βρεθείς σε λάθος χρόνο. 
  Ο Ζουχάιρ είναι μια τραγική μορφή, αναζητά την αλήθεια, είναι νέος, γυναικάς, δυνατός, αλλά η ιστορία τον ήθελε να θυσιαστεί, δίχως να περιμένει κανείς κάτι χειροπιαστό από την γενναία αλλά και μάταιη πράξη του. Ο Δον Κιχώτης, είναι κι αυτός μια τραγική μορφή, οι συγχωριανοί του πιστεύουν ότι έχει χάσει τα λογικά του, θα γελοιοποιηθεί πολλές φορές, διότι κι αυτός σε λάθος χρόνο, φαντασιώθηκε ένα ρόλο Ιππότη, που ταίριαζε περισσότερο σε μεσαιωνικό παραμύθι παρά στην εποχή του, που οι σιδερένιες πανοπλίες ήταν άχρηστες μπροστά στη δύναμη των πυροβόλων όπλων.

  Το βιβλίο αυτό, στο τέλος του εμένα προσωπικά μου επιφύλαξε μια έκπληξη. Ένας "ήρωας" των παιδικών μου χρόνων, από τη σειρά "ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ", τον οποίο φυσικά και δεν αποκαλύπτω, εμφανίζεται και πάλι με τρόπο, που επιβεβαιώνει την άποψη την οποία είχα σχηματίσει, από τότε. Ενός αδίστακτου Ισπανού στρατηγού, ο οποίος στο όνομα του εκπολιτισμού των αυτοχθόνων κατοίκων της Κεντρικής Αμερικής, εξολοθρεύει έναν ολόκληρο Λαό. Μόνο του κίνητρο είναι η καταλήστευση του χρυσού που κατείχαν οι άνθρωποι αυτοί, που είναι και ο πραγματικός λόγος που βρέθηκαν εκεί.  Ο εκπολιτισμός-εκχριστιανισμός είναι το πρόσχημα, η αιτία είναι να αποκτήσουν τα πλούτη των Λαών των νέων χωρών.


 Το μυθιστόρημα αυτό επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά την πίστη μου, ότι η ιστορική συγκυρία, ο ιστορικός χρόνος στον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε, είναι πάνω από τις ανθρώπινες μονάδες. 

Τι θέλει ο καθένας; Να ευτυχήσει, να ζήσει μια ειρηνική ζωή, να δημιουργήσει δίχως φόβο αυτό που η καρδιά του ορίζει. Τα σχέδια όμως, των δυνατών της κάθε εποχής είναι διαφορετικά από τις απλές αυτές επιθυμίες των Λαών. Και οι Λαοί τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να αποφύγουν τη μοίρα τους, Τις περισσότερες φορές, όχι όμως πάντα. Και όχι δίχως θυσίες, οι οποίες κι αυτές αν θα έχουν κάποιο αποτέλεσμα θα καθορίζεται από τη γενικότερη ιστορική συγκυρία. 

  Το ερώτημα λοιπόν είναι ποιος μπορεί να διαβάζει σωστά τα σημάδια των καιρών κι αν μπορείς, πως αντιδρά σε αυτά; Αφήνεσαι να σε παρασύρει το ισχυρότατο ρεύμα των καιρών ή θυσιάζεσαι αρνούμενος την άνευ όρων παράδοση; Παραδίδεσαι αμαχητί σε αυτό που βλέπεις να έρχεται, το οποίο απειλεί τον τρόπο ζωής σου, την ίδια σου τη σκέψη; Ή αντιστέκεσαι μέχρι θανάτου, ελπίζοντας ότι τελικά θα μπορέσεις να αντιστρέψεις τη ροή της ιστορίας;


Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Με την ευκαιρία της παρουσίασης μιας ποιητικής συλλογής

 
lokomotiva_Panos_Ioannidis
  Η αίθουσα γεμάτη, φίλοι, συγγενείς, συμμαθητές, άνθρωποι που εκτιμούν τον Πάνο και ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Στην παρέα που κάθομαι, προτού ξεκινήσει η παρουσίαση, συζητάμε για τα θέματα της επικαιρότητας. Για τον δικαστήριο, που αθώωσε τον Μητροπολίτη Αιγιαλείας, ο οποίος ήταν κατηγορούμενος για ένα δημοσίευμα γεμάτο μίσος για τους ομοφυλόφιλους. Δεν μας σόκαρε τόσο ο λόγος του, συνηθισμένοι είμαστε, έχουμε ακούσει και χειρότερα (πιθανόν), όσο αυτή καθαυτή η απόφαση του δικαστηρίου. Η οποία ένα μόνο μήνυμα εκπέμπει, ότι ενώπιον της δικαιοσύνης δεν είμαστε όλοι ίσοι. Και αυτό σε μια χώρα της δημοκρατικής δύσης, η οποία βρίσκεται σε κρίση, είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου προσφέρουν σήμερα οι πολιτειακοί θεσμοί. 
  Συζητήσαμε για την ανυπαρξία πολιτικής στήριξης για το βιβλίο από το αρμόδιο υπουργείο του πολιτισμού, με την κοιμώμενη στα έδρανα της βουλής υπουργό, άνθρωπο της Τέχνης όμως κι αυτή κατά τα άλλα. Ως παράδειγμα έφερα την απουσία της Ελλάδας από την έκθεση βιβλίου της Λειψίας, που γίνεται αυτές τις ημέρες, όπου είναι αφιερωμένη στα Βαλκάνια, τις μειονότητες, τους πρόσφυγες με την Ελλάδα απούσα, ενώ όλες οι άλλες γειτονικές μας, Βαλκανικές χώρες είναι παρούσες. Μάλλον εμείς είμαστε πολύ "χάι" για τέτοιου είδους εκδηλώσεις.
  Συζητήσαμε για τον κουμπουροφόρο Ιβάν, που σοκάρει το Πανελλήνιο, δικαίως αλλά και υποκριτικά, μιας και η όλη υπόθεση των ανώνυμων ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων, δεν είναι και η πιο αθώα, όλοι μας το γνωρίζουμε, υπόθεση. Για τον ΜΠΑΟΚ!
  Συζητήσαμε για την αγώνα που δίνουν αυτές τις ημέρες οι αναπληρωτές, διεκδικώντας μόνιμο διορισμό επιτέλους. Οι οποίοι καλύπτουν τις χιλιάδες τρύπες του εκπαιδευτικού συστήματος κάθε χρόνο αλλά για την πολιτεία, φοβάμαι και για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, είναι αόρατοι. Για την απίστευτη γραφειοκρατία, που καταδυναστεύει το δημόσιο (και τα σχολεία), ειδικά σήμερα στην εποχή των διαδικτυακών διεπαφών και των ταχυτήτων, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό.
  Για τους νέους της Πατρίδας μας, που άλλοι παλεύουν για να εισαχθούν στη σχολή των ονείρων τους, άλλοι παλεύουν για να επιβιώσουν εντός των τειχών ( όπως οι συνάδελφοι μου αναπληρωτές αλλά και χιλιάδες άλλοι νέοι του ιδιωτικού τομέα ) και για τους άλλους που πήραν των "ομματιών τους" για τα ξένα δίνοντας εκεί τον αγώνα τους.

  Λίγο αργότερα, ο Πάνος, διαβάζοντας ένα από τα ποιήματα του, την Αντανάκλαση, τελειώνει ως εξής: "...είμαστε εκείνοι που ξεκινήσαμε το γέλιο
                          για να τελειώσουμε το κλάμα."


  Ο Πάνος Ιωαννίδης, ανήκει στη γενιά της μελαγχολικής αριστεράς, της απογοητευμένης αριστεράς, μιας γενιάς μορφωμένης, άξιας, που ξεκίνησε της ζωή της με ελπίδα, που οι γονείς τους μπορούσαν να τους προσφέρουν "τα πάντα για να κτίσουν το μέλλον τους". Και σήμερα βιώνουν μια Πατρίδα χρεωμένη και πολιτικά και κοινωνικά και οικονομικά. Είναι αισιόδοξοι, αλίμονο αν δεν ήταν. Φτιάχνουν οικογένειες, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, παλεύουν καθημερινά σε μια απόλυτα ανταγωνιστική κοινωνία και ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Ο τίτλος της 2ης ποιητικής του συλλογής, ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ ( το βαγόνι-μηχανή, που σέρνει όλη την αμαξοστοιχία ), για μένα έχει έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Θέλω να πιστεύω, ότι η δική του και οι νεότερες γενιές, θα σύρουν την πατρίδα μας προς τα εμπρός. Πιστεύω, ότι είναι σοφότεροι από εκείνους που προηγήθηκαν, ελπίζω περισσότερα σε αυτούς, απ΄ ότι σε όλους εκείνους, που δυστυχώς ακόμα κυριαρχούν στην Πατρίδα μας. 
  Η δική μου γενιά, είχε την αντίστροφη πορεία. Μεγαλώσαμε στη βουή της μεταδικτατορικής Ελλάδας, φτιάξαμε μύθους αβάστακτους για την αριστερά και τη δεξιά, φτιάξαμε τη ζωή μας στα χρόνια της ευημερίας και σήμερα στα χρόνια της κρίσης, προσπαθούμε καθημερινά να ξορκίσουμε τις σκιές των δικών φταιξιμάτων για το χάλι μας. Κι όσο κι αν αρνούμαστε ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν συμμετείχαμε όλοι στο πάρτι εκείνων των χρόνων, κοιτώντας τα παιδιά μας στα μάτια λυγίζουμε. Ναι, δεν βάλαμε εμείς το δάχτυλο στο μέλι αλλά τους ανεχθήκαμε... τους ανεχθήκαμε και αυτό είναι αρκετό για να αναρωτιόμαστε αν τα κάναμε όλα σωστά εκείνα τα χρόνια!

  Φίλε μου Πάνο, μακάρι η δική σας γενιά να τελειώσει το κλάμα και όχι απλώς να τελειώσετε με κλάμα, πάνω στα ερείπια μια χώρας που δείχνει ανήμπορη να σηκώσει κεφάλι, ζώντας το παρόν σε παρελθόντα χρόνο. Δικαιούστε να είστε αισιόδοξοι, δικαιούμαστε να είμαστε απαισιόδοξοι! Το παλεύουμε όμως και οι δύο και αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα... Καλή συνέχεια,  φίλε μου.

Υ.Γ. Χάρηκα την παρουσίαση της φίλης φιλολόγου Βιολέτας Στυλιανίδου, χάρηκα γενικότερα που τα ξαναείπαμε μετά από καιρό.

Πάνος Ιωαννίδης. Δραμινός ποιητής και συγγραφέας.
Το κείμενο γράφτηκε με την ευκαιρία της παρουσίασης της τελευταίας του ποιητικής συλλογής ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ από τις εκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ.
Το Φθινόπωρο αναμένουμε τη συνέχεια των περιπετειών, του ιδιωτικού ντετέκτιβ Πέτρου Ριβέρη, από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ αυτή τη φορά.

Δείτε την παρουσίαση, πατώντας εδώ

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

"Πούρα γεμιστά" του Βασίλη Τσιαμπούση

11 Φεβ 2018

  " Συχνάζω " στη Δράμα, την πόλη της Βόρειας Ελλάδας, της Μακεδονίας, τα τελευταία 25 χρόνια περίπου. Τη θυμάμαι, όταν την επισκεπτόμουν στα πρώτα χρόνια προτού μετοικήσω στη διπλανή κωμόπολη της Αλιστράτης, ως τον πιο κοντινό αστικό προορισμό. Οι παλαιότεροι, καλά να είναι εκεί που βρίσκονται, μου έλεγαν ότι η Αλιστράτη, ιστορικά ανήκει στη Δράμα και όχι στις Σέρρες. Κεφαλοχώρι της περιοχής, είχε στενές σχέσεις πάντα με τη Δράμα αλλά και με τα χωριά της που βρίσκονται προς την πλευρά της. Η Αλιστράτη έβλεπε τη Δράμα και η Δράμα την Αλιστράτη. Δεν είναι τυχαίο, που τρεις διαδοχικοί Μητροπολίτες της Δράμας, όρισαν ως προσωρινή έδρα τους, την Αλιστράτη, από το 1825, στα δύσκολα μεταεπαναστατικά χρόνια. Με την απελευθέρωση όμως και τον καθορισμό των συνόρων, ο ποταμός Αγγίτης αποτελεί πια το σύνορο μεταξύ των δύο νομών. Έτσι η Αλιστράτη μοιράζεται ανάμεσα στους δυο νομούς. Πολύ μακριά από την πρωτεύουσα του νομού της, πολύ ξένη για τη Δράμα αλλά πάντα μέσα στην καρδιά μας.
Τα χρόνια που βρίσκομαι εδώ πάνω ( "εκεί πάνω", έτσι λεν οι φίλοι μου απ΄τα νότια ), η Δράμα είναι το σημείο αναφοράς μας. Κι όσο κι αν η πόλη έχει αλλάξει, όσο κι αν η ανεργία και η κρίση την έχει κτυπήσει, πάντα υπάρχει κάτι που να σε κάνει αισιόδοξο. Δεν μιλώ για τον αξιοθαύμαστες φυσικές ομορφιές της αλλά για τους ανθρώπους της και για τον συνεχή αγώνα τους, όχι μόνο να μένουν στην μικρή αυτή πόλη αλλά και να "φτιάχνουν πράγματα" για την πόλη τους, να δημιουργούν στην πόλη τους. Θα μου πείτε, ότι το ίδιο γίνεται σε όλες τις επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Έχετε δίκιο! Εγώ μιλώ όμως για τη Δράμα, που ζω! Και έχω την τύχη, να γνωρίσω κάποιους απ΄αυτούς, που επιμένουν να ζουν στην επαρχιακή πόλη τους, να ζωγραφίζουν, να φτιάχνουν θεατρικές ομάδες με καταπληκτικές παραστάσεις, να λειτουργούν διάφορες "πνευματικές" λέσχες, να παλεύουν σε άθλιες συνθήκες για να κρατήσουν όρθιο το αθλητικό πνεύμα της περιοχής τους, να γράφουν λογοτεχνία, ποίηση... Κι όλοι μας λέμε: "Γίνονται πράγματα στη Δράμα" και να χαιρόμαστε γι΄ αυτό.

  Αφορμή για τις πάνω σκέψεις, που έδωσε το τελευταίο βιβλίο, του Δραμινού συγγραφέα, Βασίλη Τσιαμπούση, "Πούρα Γεμιστά". 

Μια σειρά διηγημάτων, που τα περισσότερα, με τον ένα ή άλλο τρόπο αναφέρονται στην πόλη του, την Δράμα, φανερώνοντας μικρές ψηφίδες της τοπικής ιστορίας, απαραίτητων όμως, για να μην ξεχνάς ότι οι τόποι πάντα μεταβάλλονται αλλά η μνήμη χρειάζεται αυτά τα πετραδάκια, για να μπορεί να φτιάχνει τον καμβά, πάνω στον οποίο θα κτίζουμε οι επόμενοι τις ζωές μας.

  Όπως για παράδειγμα στο ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα, που γίνεται ευθεία αναφορά στην μεγάλη καπνική παράδοση της πόλης, η οποία σήμερα, μπορεί ουσιαστικά να έχει χαθεί αλλά στο παρελθόν αποτελούσε το βασικό πυλώνα πλούτου, όλης της περιοχής. Πέρα απ΄ αυτήν, καθαυτή τη διήγηση, που παρουσιάζει μια θα έλεγες αφελή ιστορία, αλλά αποκτά άλλο ενδιαφέρον όταν στο τέλος της εμπλέκεται ένας διάλογος μεταξύ του συγγραφέα της και κάποιου, φανατικού "λεπτομερολόγου", ιστορικού ερευνητή, ο οποίος προσπαθεί να καταρρίψει την όλη ιστορία. Και αναρωτιέσαι: Πόση σημασία έχει τελικά, στη λογοτεχνία αυτός , ο ίδιος ο μύθος, όταν η ιστορία σου μπορεί να σταθεί, έστω κι αν υπομειδιάς  ελαφριά μέσα σου; Οφείλει η λογοτεχνία να είναι ιστορικό σύγγραμμα; Ασφαλώς όχι, κατά τη γνώμη μου, άσχετα αν στην ανάγνωση σου, εσύ αναζητάς εκείνα τα πραγματικά ή όχι ιστορικά γεγονότα.
  Στο διήγημα "Πέντε πόντους περισσότερους", πάλι έχουμε αναφορά στην οικονομία του καπνού της περιοχής, με μια ιστορία μιας φτωχής νεαρής εργάτριας, με περίσσιο θράσος όμως, η οποία δουλεύει σ΄ ένα καπνομάγαζο της πόλης, γίνεται δέκτης σεξουαλικής παρενόχλησης ( έτσι το λέμε σήμερα ), τα φτιάχνει με τον κομμουνιστή συνδικαλιστή, στην πρώτη ευκαιρία απολύεται. Και τότε ακολουθεί ο άλλος δρόμος, η μοναδική διέξοδος για εκείνους που η Ελλάδα θεωρεί βάρος, ο δρόμος της ξενιτιάς. Η μεγάλη πληγή της περιοχής, ο ξεριζωμός χιλιάδων ανθρώπων στη Γερμανία. Εξαγωγή εργατών το έλεγαν τότε, σήμερα το λέμε εξαγωγή μορφωμένου εργατικού δυναμικού, του καλύτερου δυναμικού της Πατρίδας μας.
 

  Στο διήγημα πάλι, "Πρωινό στο σταθμό", όση μιζέρια κι αν
Σ.Σ. Δράμας
αποπνέει σήμερα, ο χώρος του σιδηροδρομικού σταθμού της Δράμας, την οποία ο Τσιαμπούσης, την αναπαριστά με απόλυτη πιστότητα, δεν παύει να είναι το λιμάνι της πόλης, όπου εκεί γονείς αποχαιρετούν και υποδέχονται  τα παιδιά τους, είτε ως φαντάρους είτε ως φοιτητές. Γλυκιά η προσμονή αλλά και με αγωνιώδεις, πολλές φορές αμήχανους αποχαιρετισμούς.

  Τέλος, Θα αφήσω το διήγημα: "Ο καθείς με το ταλέντο του", το οποίο είναι αφιερωμένο στον Νίκο Κωνσταντινίδη, μια ιδιόμορφη, γλυκιά προσωπικότητα της Δράμας, τον οποίο ποτέ δεν γνώρισα προσωπικά, τον οποίο όμως πολλές φορές είχα δει να περπατά στο κέντρο της Δράμας, τον οποίο γνώρισα, μόνο μέσα από τα μικρού σχήματος βιβλιαράκια που κυκλοφορούσε μόνος του και δώριζε αδιακρίτως. Σίγουρα αγαπούσε την πόλη του, με έναν τρόπο βαθύ και ανιδιοτελή, που δεν ξέρω αν πολλοί από εμάς μπορούν να καταλάβουν.
  "Πούρα γεμιστά", ένα βιβλίο γεμάτο διηγήματα,τα οποία μπορεί εμένα στην πρώτη ανάγνωση τους, να με οδήγησαν στη γειτονική μου περιοχή αλλά με μια δεύτερη, πιο ανοιχτή ανάγνωση, αποτελούν μικρογραφία της ελληνικής πραγματικότητας, της σημερινής, της χτεσινής, δεν έχει σημασία,  το ένα συμπληρώνει το άλλο. Κι αυτή είναι η επιτυχία αυτού του βιβλίου, του Βασίλη Τσιαμπούση, ο οποίος έχει μια πολυετή παρουσία στα "γράμματα" της πόλης του.      
Φυσικά κλείνοντας οφείλω να κάνω αναφορά, στο περιοδικό ΔΙΟΔΟΣ 66100, ένα περιοδικό τέχνης, το οποίο διευθύνει ο συγγραφέας, επικεντρωμένο στη Δράμα φυσικά, με ποιότητα που καταπλήσσει, όχι εμάς, αλλά εκείνους που εξακολουθούν να βλέπουν την ελληνική επαρχία με μια εξωτική ματιά. 

Τελικά    "Γίνονται πράγματα στη Δράμα"


Μάνια Σ:Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2018 8:04 πμ

"στην ανάγνωση σου, εσύ αναζητάς εκείνα τα πραγματικά"
Η βιβλιοπαρουσίαση σου μου έκανε εντύπωση γιατί είναι πραγματική
Καλή εβδομάδα
Φιλί Smile
devasil

Bas. Devasil:Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2018 8:59 πμ

Ευχαριστώ Μάνια.
Διαβάζω αρκετά βιβλία, για λίγα γράφω όμως. Κυρίως για εκείνα που μου αφήνουν κάτι, που με ταξιδεύουν, που μου δίνουν απαντήσεις.
Την καλημέρα μου!
avatar

Χρήστος Μηλώσης:Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2018 9:18 πμ

Ευχαριστούμε για το μοίρασμα της γνώμης σου. Υπογραφή: Κάποιος μέτοικος στη Δράμα.
johnpit

ΓΙΑΝΝΗΣ JOHNPIT:Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2018 6:21 μμ

Καλησπέρα σου Βασίλη μου.
Δράμα λοιπόν.
Και όπως λες στο τέλος, "γίνονται πράματα στη Δράμα", πέραν των όσων αναφέρεις, η Πόλη έχει και ένα εξαιρετικό, καταξιωμένο, διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου σε ταινίες μικρού μήκους και ένα λαμπερό χωριό του Άη Βασίλη στη διάρκεια των γιορτών.
Δεν την έχω επισκεφθεί. Στενοχωριέμαι που ο σιδηροδρομικός σταθμός λες ότι είναι μέσα στη μιζέρια. Τον ήθελα γραφικό, μικρό, όμορφο και ζεστό.
Όμως ζεστοί είναι οι άνθρωποι.
Έξοχη η αναφορά σου στα βιβλία και στην καπνική παράδοση της πόλης.
Καλή Κυριακή φίλε.
devasil

Bas. Devasil:Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2018 6:05 πμ

Χρήστος Μηλώσης:
Μέτοικοι τελικά και οι δύο...
Σε πρώτη ευκαιρία θα τα πούμε από κοντά, έχει ενδιαφέρον το θέμα.
devasil

Bas. Devasil:Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2018 6:10 πμ

ΓΙΑΝΝΗ
Φυσικά και γίνονται πράγματα στη Δράμα, και αυτά που αναφέρεις εσύ επιπλέον (το Φεστιβάλ είναι το κορυφαίο) και άλλα που δεν ανέφερα. Σημασία έχει ότι οι άνθρωποι το παλεύουν! Και αυτό έχει θετικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς την ποιότητα της ζωής τους.
Καλή βδομάδα!!!

Νάρκισσος, ο μυθικός ωραιοπαθής!

    « Αυτός που ερωτεύεται τον εαυτό του δεν θα έχει αντίπαλους ».  -Βενιαμίν Φραγκλίνος Ο Νάρκισσος είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας της...